Τι απαντά η Τράπεζα της Ελλάδος;
Οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ελλάδα απορρέουν κυρίως από εξωγενείς παράγοντες, όπως η αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων και η ενδυνάμωση του εμπορικού προστατευτισμού. Αυτό επισημαίνεται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδας για τον Μάιο του 2025, η οποία εξετάζει τις τάσεις και τις προκλήσεις στο μακροοικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, εκτιμά τους κινδύνους και αξιολογεί την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα, των ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και άλλων τομέων του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επιπλέον, αναλύει τη λειτουργία των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών, όπως τα συστήματα πληρωμών, τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι.
Ανάλυση των κινδύνων και των προκλήσεων για την ελληνική οικονομία και τις τράπεζες
Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας υπογραμμίζει ότι η ελληνική οικονομία αναμένεται να επηρεαστεί κυρίως έμμεσα από ενδεχόμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας, καθώς και από επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος.
Όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, η έκθεση σημειώνει ότι το 2024 παρουσίασαν περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών τους μεγεθών. Ειδικότερα, ενίσχυσαν σημαντικά την κερδοφορία τους και την κεφαλαιακή επάρκεια, διατηρώντας παράλληλα τη ρευστότητα τους σε υψηλά επίπεδα. Επιπλέον, κατόρθωσαν να βελτιώσουν την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού τους.
Ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα
Η Τράπεζα της Ελλάδας επισημαίνει ότι η ανθεκτικότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα έχει ενισχυθεί σημαντικά. Το 2024, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά φόρων και διακοπτόμενων δραστηριοτήτων ύψους 4,4 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με 3,8 δισ. ευρώ το 2023. Η αύξηση αυτή οφείλεται στη θετική πορεία των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, καθώς και στη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Ωστόσο, οι αυξημένες λειτουργικές δαπάνες επηρέασαν αρνητικά τα αποτελέσματα.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών αυξήθηκαν περαιτέρω, κυρίως μέσω εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων. Συγκεκριμένα, ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1 (CET1 ratio) αυξήθηκε σε 15,9% τον Δεκέμβριο του 2024, ενώ ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου (TCR) διαμορφώθηκε στο 19,7%, επίπεδα τα οποία βρίσκονται πλέον σε αντίστοιχη αναλογία με το μέσο όρο της Τραπεζικής Ένωσης.
Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών βελτιώθηκε σημαντικά το 2024, κυρίως λόγω μη οργανικών ενεργειών. Ειδικότερα, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων μειώθηκε στο 3,8% το Δεκέμβριο του 2024, από 6,7% το Δεκέμβριο του 2023, φτάνοντας το χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Η ποσοστιαία σύγκλιση με τον μέσο όρο της Τραπεζικής Ένωσης ήταν εμφανής, με τον αντίστοιχο δείκτη να διαμορφώνεται στο 2,3% τον Δεκέμβριο του 2024.
Προοπτικές για την κερδοφορία των τραπεζών το 2025
Η Τράπεζα της Ελλάδας αναφέρει ότι η κερδοφορία των τραπεζών αναμένεται να επηρεαστεί από διάφορους παράγοντες το 2025. Κάποιοι από αυτούς είναι:
-
Η αρνητική επίδραση στα καθαρά έσοδα από τόκους εξαιτίας της μείωσης των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2024.
-
Η επίτευξη των στόχων των τραπεζών για νέες εκταμιεύσεις δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
-
Οι επιπτώσεις των δασμών που επιβάλλει η ΕΕ από τις ΗΠΑ, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν τη ζήτηση για νέα δάνεια.
-
Τυχόν αναταραχή στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
-
Η διαφοροποίηση των πηγών εσόδων των τραπεζών μέσω εξαγορών και της επέκτασης των διεθνών δραστηριοτήτων ορισμένων τραπεζικών ομίλων.
-
Η χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η οποία μπορεί να επηρεάσει το κόστος πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών.
Κανένα περιθώριο για εφησυχασμό
Οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα παραμένουν θετικές, καθώς εξαρτώνται από τις ευνοϊκές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, η διαφαινόμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ, καθώς και οι πιθανές ανατιμολογήσεις των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρημάτων και κεφαλαίων, ενδέχεται να προκαλέσουν αρνητικές συνέπειες για τον τομέα.
Ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν περιθώρια για εφησυχασμό. Είναι αναγκαία η συνδυασμένη εφαρμογή μικροπροληπτικής εποπτείας και μακροπροληπτικής πολιτικής για να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η προστασία του τραπεζικού τομέα από μελλοντικούς κινδύνους.