Ανοδικά νούμερα, συγκρατημένες προσδοκίες και η ανάγκη για στρατηγική
Γράφει η Δανάη Δημητρίου
Ο ελληνικός τουρισμός εισέρχεται το 2025 σε μία νέα φάση, όπου οι θετικές επιδόσεις συνοδεύονται από ενδείξεις σταθεροποίησης και ανάγκες προσαρμογής στη μεταβαλλόμενη τουριστική πραγματικότητα. Παρότι οι αφίξεις κινούνται με ήπια άνοδο της τάξης του 3%-5%, η δαπάνη ανά επισκέπτη βαίνει μειούμενη, και οι επαγγελματίες του κλάδου επισημαίνουν ότι η περίοδος της εκρηκτικής ανάπτυξης πιθανόν να έχει ολοκληρωθεί.
Τα πρώτα δεδομένα δείχνουν ότι η τουριστική κίνηση βαδίζει με διαφορετικές ταχύτητες. Τα μεγάλα αστικά κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, συνεχίζουν να προσελκύουν επισκέπτες με αυξημένα ποσοστά, κυρίως λόγω της σύντομης διάρκειας παραμονής και της city break λογικής. Αντίστοιχα, σημαντικοί νησιωτικοί προορισμοί, όπως η Κρήτη και η Ρόδος, παραμένουν δημοφιλείς, όμως οι επισκέπτες δαπανούν λιγότερα, επηρεασμένοι από το οικονομικό περιβάλλον σε βασικές αγορές όπως η Ευρώπη.
Το νέο τουριστικό αφήγημα περιλαμβάνει και την ανάδειξη λιγότερο προβεβλημένων νησιών, όπως η Μήλος, η Νάξος και η Σύρος, που καταγράφουν δυναμική άνοδο. Παράλληλα, η Πολιτική Αεροπορία επιχειρεί να εκσυγχρονίσει κρίσιμες υποδομές, όπως τα αεροδρόμια σε Νάξο και Μήλο, αναγνωρίζοντας τη στρατηγική σημασία αυτών των μικρότερων προορισμών.
Ένα από τα πιο ελπιδοφόρα στοιχεία της χρονιάς είναι η διατήρηση της αμερικανικής αγοράς σε υψηλά επίπεδα, παρά τις διεθνείς γεωπολιτικές πιέσεις. Οι αφίξεις από τις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 26% τον Ιούνιο και κατά 10% στο πρώτο εξάμηνο του έτους. Οι Αμερικανοί τουρίστες αποτελούν σήμερα βασικό πυλώνα εσόδων, με σημαντική συμβολή στη σταθερότητα του κλάδου.
Ωστόσο, η εικόνα είναι σύνθετη. Το φαινόμενο της μείωσης της μέσης διάρκειας παραμονής συνεχίζεται, με τον μέσο όρο να έχει περιοριστεί στις 5,9 διανυκτερεύσεις, έναντι 9,3 το 2010. Ταυτόχρονα, η μέση δαπάνη ανά ταξιδιώτη έχει πέσει κάτω από τα 531 ευρώ, γεγονός που προβληματίζει έντονα τους επιχειρηματίες.
Οι πιέσεις αυτές αντικατοπτρίζονται και στην επαρχία. Σε περιοχές όπως η Χαλκιδική, η Κέρκυρα και η Μεσσηνία, η κίνηση παραμένει υποτονική ή άνιση, με την άνοδο των βραχυχρόνιων μισθώσεων να επηρεάζει έντονα τη λειτουργία των ξενοδοχείων. Το Πήλιο επίσης βιώνει τη μεταβλητότητα της ζήτησης, ενώ η Πελοπόννησος αγωνίζεται με τις διαρθρωτικές αδυναμίες στην αεροπορική πρόσβαση.
Οι ξενοδόχοι ανά τη χώρα επιβεβαιώνουν τη στροφή σε ταξίδια μικρότερης διάρκειας, περιορισμένες δαπάνες και μια πιο συγκρατημένη διάθεση κρατήσεων. Η προσδοκία για δυνατό Σεπτέμβριο, όπως φάνηκε και πέρσι, αποτελεί πλέον βασική προϋπόθεση για να «κλείσει» θετικά η χρονιά.
Σε αυτό το πλαίσιο, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη υιοθέτησης νέου μοντέλου ανάπτυξης. Η ποιοτική αναβάθμιση υποδομών, η σύνδεση του τουρισμού με τον πολιτισμό και την τοπική παραγωγή, καθώς και η στροφή προς λιγότερο κορεσμένους προορισμούς συνιστούν στρατηγικές επιλογές, όχι πολυτέλειες.
Η Ελλάδα δεν έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της, αλλά η αδράνεια ενέχει κινδύνους. Οι αγορές της Μεσογείου αναδιατάσσονται και, όπως σημείωσε ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ, «θα ευνοηθούν οι καλύτερα προετοιμασμένοι». Το στοίχημα πλέον δεν είναι μόνο πόσοι έρχονται, αλλά πώς βιώνουν την εμπειρία και τι αξία αφήνουν πίσω τους.