Αίσθημα προσωρινής ανακούφισης δημιούργησε στις αγορές η ανακοίνωση προκαταρκτικής εμπορικής συμφωνίας ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η χειραψία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του Ντόναλντ Τραμπ επισφράγισε μία συνεννόηση που, αν και απέχει από μια ολοκληρωμένη συμφωνία, απομακρύνει τον άμεσο κίνδυνο μιας εμπορικής σύγκρουσης.
Η ΕΕ φαίνεται να εξασφάλισε χρόνο, αποφεύγοντας την επιβολή νέων βαρέων δασμών – έως και 30% – που είχαν ανακοινωθεί ότι θα ξεκινούσαν την 1η Αυγούστου. Η σύγκριση με την απειλή των δασμών, και όχι με τις παλαιότερες, πιο ήπιες ρυθμίσεις, εξηγεί και την θετική υποδοχή του deal από τις αγορές.
Σύμφωνα με τους όρους της προκαταρκτικής συμφωνίας, προβλέπεται ενοποιημένος δασμός 15% για τις περισσότερες ευρωπαϊκές εξαγωγές, ενώ προϊόντα όπως τα αεροσκάφη, ορισμένα χημικά και οι ημιαγωγοί εξαιρούνται πλήρως από δασμούς. Ωστόσο, δασμοί παραμένουν στον χάλυβα και το αλουμίνιο, αν και με πρόθεση για μελλοντική μείωση μέσω συστήματος ποσοστώσεων.
Η συμφωνία προβλέπει σημαντικές αγορές ενέργειας από την ΕΕ: πετρέλαιο, φυσικό αέριο και υλικά για πυρηνική ενέργεια συνολικής αξίας 750 δισ. δολαρίων σε βάθος τριετίας. Παράλληλα, επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων σε αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό ενισχύουν περαιτέρω τον αμυντικό δεσμό ΗΠΑ–ΕΕ.
Από γεωπολιτικής σκοπιάς, η ενίσχυση της ενεργειακής συνεργασίας με τις ΗΠΑ περιορίζει την εξάρτηση της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια. Η φον ντερ Λάιεν τόνισε πως υπάρχει ακόμα ρωσικό LNG που φτάνει στην ΕΕ μέσω παράκαμψης, κάτι που η νέα συμφωνία αποσκοπεί να περιορίσει.
Ωστόσο, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που βλέπουν τη συμφωνία ως άνιση. Ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg, κάνει λόγο για μια «ασύμμετρη» συμφωνία που εξυπηρετεί περισσότερο τις ΗΠΑ, ενώ η Birch από την Economist Intelligence Unit υπενθυμίζει πως ζητήματα όπως τα γεωργικά πρότυπα και οι ρυθμίσεις στον τομέα της τεχνολογίας δεν αγγίχθηκαν καν.
Συνολικά, πρόκειται για ένα βήμα αποκλιμάκωσης που προσφέρει ανακούφιση, χωρίς όμως να λύνει τις βασικές διαφορές των δύο πλευρών. Η τελική έκβαση της διαπραγμάτευσης θα κριθεί από τις λεπτομέρειες και τη διάρκεια εφαρμογής των νέων όρων.