Αποκλειστικό συνέντευξη στο TomorrowNews.gr παραχώρησε ο Παύλος Τελίδης
Ο CEO της Pharmahouse Pharmaceuticals, Περιφερειακός Πρόεδρος του Γερμανοελληνικού Επιχειρηματικού Συνδέσμου DHW, και συντονιστής του γραφείου DHW Αθηνών, μίλησε αποκλειστικά στο TomorrowNews.gr και τον Σάββα Παυλίδη σχετικά με την επικείμενη ΔΕΘ και τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.
Ποια είναι η άποψή σας για τα μέτρα που αναμένεται να ανακοινώσει ο Πρωθυπουργός στη φετινή ΔΕΘ; Πώς τα αξιολογείτε ως επιχειρηματίας;
Η ΔΕΘ αποτελεί διαχρονικά έναν κομβικό θεσμό, τόσο για την προβολή της επιχειρηματικότητας όσο και για την εξαγγελία οικονομικών πολιτικών. Αναφορικά με τα μέτρα που αναμένεται να ανακοινώσει ο Πρωθυπουργός, θεωρώ ότι θα πρέπει να στοχεύουν σε δύο βασικούς άξονες. Να στοχεύει στη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Ως επιχειρηματίας, θεωρώ άκρως σημαντική την σταθερότητα. Χρειαζόμαστε ένα ξεκάθαρο και συνεκτικό σχέδιο για τη φορολογία, τις ασφαλιστικές εισφορές και το ενεργειακό κόστος, ώστε να μπορούμε να σχεδιάζουμε σε βάθος χρόνου. Εφόσον τα μέτρα κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση δηλαδή, λιγότερη γραφειοκρατία, διευκόλυνση της ψηφιακής μετάβασης, υποστήριξη της εξωστρέφειας και προσέλκυση νέων επενδύσεων, τότε σαφώς και πρόκειται για θετική εξέλιξη. Ταυτοχρόνως, είναι σημαντικό να υπάρξει πρόβλεψη για τη στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, καθώς η κοινωνική συνοχή αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη μακροχρόνια σταθερότητα, άρα και για την επιχειρηματική δραστηριότητα. Όπως όλοι, έτσι κι εγώ αναμένω με ενδιαφέρον τις εξαγγελίες και ελπίζω ότι θα διακρίνονται από ρεαλισμό και συνέπεια. Δεν είναι η εποχή για υπερφίαλες υποσχέσεις. Είναι η ώρα για στοχευμένες παρεμβάσεις που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και δημιουργούν συνθήκες ασφάλειας τόσο για τους επιχειρηματίες όσο και για τους εργαζόμενους.
Ποια είναι η γνώμη σας για την ακρίβεια και ποια μέτρα θεωρείτε απαραίτητα για τον περιορισμό της;
Η ακρίβεια αποτελεί αυτή τη στιγμή έναν από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις. Η αύξηση του κόστους ενέργειας, των πρώτων υλών και των μεταφορών έχει άμεσο αντίκτυπο σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα και, τελικά, στις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών. Από επιχειρηματικής σκοπιάς, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι οι αυξήσεις μετακυλίονται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στον καταναλωτή. Όταν όμως μειώνεται η αγοραστική δύναμη, η κατανάλωση περιορίζεται, κάτι που επηρεάζει συνολικά την οικονομική δραστηριότητα. Τα μέτρα που απαιτούνται πρέπει να είναι στοχευμένα και ουσιαστικά. Χρειάζεται ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών για την αντιμετώπιση φαινομένων αισχροκέρδειας, καθώς και μέτρα μείωσης του κόστους παραγωγής. Παράλληλα, θα ήταν χρήσιμο να ενισχυθούν οι πολιτικές για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, ιδιαίτερα στον τομέα του λιανεμπορίου και των βασικών αγαθών. Όσο περισσότεροι δρώντες υπάρχουν στην αγορά, τόσο πιο δύσκολο είναι να επιβληθούν ανεξέλεγκτες τιμές. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται διαρκής επαγρύπνηση και άμεση παρέμβαση όπου χρειάζεται. Η ακρίβεια δεν αντιμετωπίζεται με λόγια αλλά με παρεμβάσεις που φέρνουν απτό αποτέλεσμα για τον πολίτη και τον επιχειρηματία.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη μείωση της ανεργίας; Πώς βλέπετε τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας;
Η μείωση της ανεργίας τα τελευταία χρόνια είναι σίγουρα ένα θετικό και ενθαρρυντικό σημάδι. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το πού βρισκόταν η χώρα μας την περίοδο της κρίσης, τα σημερινά ποσοστά που κινούνται σε ιστορικά χαμηλά από το 2010 αποτελούν πρόοδο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προκλήσεις. Η ποιότητα της απασχόλησης είναι ένα κρίσιμο ζητούμενο. Δηλαδή, πέρα από τον αριθμό των θέσεων εργασίας, πρέπει να δούμε και τι είδους θέσεις δημιουργούνται, αν προσφέρουν επαρκή αμοιβή, εργασιακή σταθερότητα και προοπτικές εξέλιξης. Υπάρχουν ακόμα αρκετές περιπτώσεις μερικής απασχόλησης ή ευέλικτων μορφών εργασίας που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων. Από πλευράς επιχειρήσεων, παρατηρούμε πως υπάρχει μια δυσκολία στην εύρεση κατάλληλου προσωπικού, κυρίως σε ειδικευμένες θέσεις. Αυτό δείχνει την ανάγκη για καλύτερη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, καθώς και επενδύσεις στην κατάρτιση και την επανεκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού.
Πώς κρίνετε τις επενδύσεις από το εξωτερικό στην Ελλάδα; Ποια είναι η εικόνα που έχετε για τα κεφάλαια που εισρέουν;
Οι ξένες επενδύσεις αποτελούν κρίσιμο παράγοντα για την ανάπτυξη της χώρας μας. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μια σταθερή βελτίωση στην προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και την τεχνολογική αναβάθμιση. Παρότι η εικόνα είναι γενικά θετική, θεωρώ πως υπάρχουν ακόμα περιθώρια βελτίωσης. Η Ελλάδα έχει σαφώς ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, όπως το ανθρώπινο δυναμικό, το γεωπολιτικό της σημείο και τους τομείς όπως ο τουρισμός, η ενέργεια και η τεχνολογία. Ωστόσο, το επενδυτικό κλίμα μπορεί να ενισχυθεί περαιτέρω με σταθερότερο φορολογικό πλαίσιο, γρήγορες αδειοδοτήσεις και βελτίωση της γραφειοκρατίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μεγάλες επενδύσεις δεν είναι μόνο αριθμοί. Σηματοδοτούν εμπιστοσύνη προς τη χώρα και την οικονομία της. Αυτό που παρακολουθώ με ενδιαφέρον είναι η ποιότητα των κεφαλαίων που έρχονται, δηλαδή αν πρόκειται για επενδύσεις που δημιουργούν προστιθέμενη αξία, καινοτομία και ενσωματώνουν περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια. Επιπλέον, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ειδικά μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης, μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά, συνδυάζοντας την ξένη χρηματοδότηση με τοπική επιχειρηματικότητα. Συνολικά, η Ελλάδα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά χρειάζεται να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα και να ενισχυθούν οι θεσμοί που εξασφαλίζουν ένα φιλικό και διαφανές περιβάλλον για επενδύσεις. Μόνο έτσι τα κεφάλαια από το εξωτερικό θα συνεχίσουν να αυξάνονται με υγιή και βιώσιμο τρόπο.
Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική επιχειρηματικότητα και πώς μπορεί να την ξεπεράσει;
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική επιχειρηματικότητα είναι, κατά την άποψή μου, η αβεβαιότητα που πηγάζει από το διαρκώς μεταβαλλόμενο οικονομικό και ρυθμιστικό περιβάλλον. Παρά τις προσπάθειες για βελτίωση, οι επιχειρήσεις συχνά βρίσκονται αντιμέτωπες με γραφειοκρατικά εμπόδια, αλλαγές στη φορολογία, και δυσκολίες στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, η ανάγκη για ψηφιακό μετασχηματισμό και η προσαρμογή στις νέες τεχνολογίες αποτελεί μεγάλη πρόκληση, ειδικά για παραδοσιακούς κλάδους. Η επένδυση στην καινοτομία και η εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού είναι κρίσιμες για την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Για να ξεπεραστεί αυτή η πρόκληση, απαιτείται ένα σταθερό και προβλέψιμο πλαίσιο που θα ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και θα μειώσει το διοικητικό βάρος. Παράλληλα, χρειάζεται η ενίσχυση των υποστηρικτικών δομών, όπως η παροχή συμβουλευτικής, εκπαίδευσης και πρόσβασης σε κεφάλαια, ειδικά για τις νεοφυείς επιχειρήσεις. Η συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και η προώθηση της εξωστρέφειας είναι επίσης καθοριστικοί παράγοντες. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτεία πρέπει να λειτουργεί ως σύμμαχος της επιχειρηματικότητας, προωθώντας μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργήσουν ένα φιλικό και βιώσιμο περιβάλλον για την ανάπτυξη. Εν κατακλείδι, η ελληνική επιχειρηματικότητα διαθέτει τεράστιες δυνατότητες, αλλά χρειάζεται να αντιμετωπίσει τα εμπόδια με σχέδιο, υποστήριξη και όραμα, ώστε να μετατραπεί σε μοχλό δυναμικής και βιώσιμης ανάπτυξης.