Στο επίκεντρο οι πολιτικές εξελίξεις στην χώρα μας
Σε εκτενές δημοσίευμά της, η Frankfurter Allgemeine Zeitung σχολιάζει τη διαμόρφωση του προεκλογικού σκηνικού στην Ελλάδα και την πτώση της δημοτικότητας του Κυριάκου Μητσοτάκη. «Από τον Ιούλιο του 2019, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Μητσοτάκης, η Νέα Δημοκρατία προηγείτο σαφώς του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Κατά ειρωνικό τρόπο, τις τελευταίες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, ωστόσο, το προβάδισμα έχει συρρικνωθεί τόσο σημαντικά που μια αλλαγή εξουσίας δεν φαίνεται πλέον εντελώς απίθανη». Με την επαναφορά της απλής αναλογικής, «οποιοσδήποτε κερδίσει τις επόμενες εκλογές θα χρειαστεί συμμάχους γιατί κανένα κόμμα στην Ελλάδα δεν είναι αυτή τη στιγμή κοντά στην απόλυτη πλειοψηφία από μόνο του. Μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα, τα ποσοστά αποδοχής της Νέας Δημοκρατίας δέχθηκαν ένα ακόμη πλήγμα και ακόμη και αν το κόμμα κερδίσει εκ νέου έδαφος μέχρι την ημέρα των εκλογών, αποκλείεται μία κυβέρνηση αυτοδυναμίας.
Από μαθηματική άποψη, ένας συνασπισμός υπό την ηγεσία του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, θα μπορούσε να σχηματιστεί εάν ο Τσίπρας συμμαχούσε με τουλάχιστον δύο εταίρους: το άλλοτε ισχυρό ΠΑΣΟΚ και το μικρό κόμμα του Γιάνη Βαρουφάκη, αν αυτό καταφέρει να συγκεντρώσει ξανά 3%. Όμως, αυτός θα ήταν ένας μάλλον κάκιστος συνασπισμός, ειδικά από τη στιγμή που ο Τσίπρας έχει κινηθεί προσεκτικά προς το κέντρο τα τελευταία χρόνια και ο Βαρουφάκης βρίσκεται ξεκάθαρα στα αριστερά του. Από την άλλη, σε αντίθεση με τον Μητσοτάκη, ο Τσίπρας έχει εμπειρία στην ηγεσία συνασπισμών από τη συγκυβέρνησή του με το δεξιό λαϊκιστικό κόμμα «Ανεξάρτητοι Έλληνες», μία συμμαχία αριστεράς και δεξιάς που κράτησε επειδή οι ανέσεις της εξουσίας αποδείχθηκαν ισχυρότερες από τις ιδεολογικές διαφορές των πρωταγωνιστών της». Ωστόσο, η FAZ προσθέτει πως «η προοπτική ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης να κατευθύνουν και πάλι τις τύχες της Ελλάδας θα μπορούσε να οδηγήσει πολλούς αναποφάσιστους στην αγκαλιά της Νέας Δημοκρατίας την τελευταία στιγμή, καθώς η πλειοψηφία των ψηφοφόρων δεν έχει ξεχάσει πως παραλίγο να βγάλουν την Ελλάδα από την ευρωζώνη το 2015».
Όμως, σύμφωνα με το γερμανικό μέσο, «ο Μητσοτάκης μπορεί να κατηγορήσει μονάχα τον εαυτό του για το γεγονός ότι τα περιθώριά του εξακολουθούν να στενεύουν. Μία από τις πρώτες επίσημες πράξεις του ήταν ένα διάταγμα με το οποίο η εποπτεία της Ε.Υ.Π. τέθηκε απευθείας υπό τον έλεγχό του. Όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο των υποκλοπών, ο Μητσοτάκης ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Φυσικά όμως, ακόμη και πολλοί από τους δικούς του ψηφοφόρους δεν τον πίστεψαν, ειδικά από τη στιγμή που ο Μητσοτάκης ματαίωσε συστηματικά κάθε προσπάθεια διαλεύκανσης της υπόθεσης. Η κοινοβουλευτική εξεταστική επιτροπή, επί της οποίας η Νέα Δημοκρατία εξασφάλισε τον πλήρη έλεγχο, μετατράπηκε σε επιτροπή συσκότισης. Βασικοί μάρτυρες που ήθελε να εξετάσει η αντιπολίτευση δεν κλήθηκαν – ούτε ο παραιτηθείς συντονιστής (και ανιψιός του Μητσοτάκη), […] ενώ δεν επετράπη στην επιτροπή ούτε η πρόσβαση σε σημαντικά έγγραφα».