Τι δείχνει δημοσκόπηση του πρακτορείου;
Η αισιοδοξία για τις προοπτικές της παγκόσμιας ανάπτυξης φέτος και το επόμενο έτος αυξάνεται μεταξύ εκατοντάδων οικονομολόγων που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του πρακτορείου Reuters, με τους κινδύνους να εξακολουθούν να κλίνουν προς υψηλότερο πληθωρισμό, παρόλο που οι αναλυτές εμμένουν στις προβλέψεις τους για μειώσεις επιτοκίων, όχι όμως τόσο μεγάλες όσο εικαζόταν νωρίτερα εντός του έτους.
Ενώ οι περισσότερες μεγάλες κεντρικές τράπεζες κατάφεραν πέρυσι να δαμάσουν τους υψηλότατους ρυθμούς πληθωρισμού με ταχείες αυξήσεις επιτοκίων, μια ανθεκτική παγκόσμια οικονομία με ισχυρή αύξηση απασχόλησης και μισθών έχει κρατήσει ζωντανούς τους κινδύνους των πιέσεων στις τιμές.
Συνολικά, μια πλειοψηφία 56% των οικονομολόγων - 114 από τους 202 που απάντησαν σε ερώτηση σχετικά με τον πληθωρισμό στην παγκόσμια δημοσκόπηση που κάλυπτε σχεδόν 50 κορυφαίες οικονομίες που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 8ης και 25ης Ιουλίου - ανέφερε ότι ήταν πιο πιθανό να είναι υψηλότερος απ' ό,τι προέβλεπαν για το υπόλοιπο έτος παρά χαμηλότερος.
Η παγκόσμια οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί κατά 3,1% φέτος και το επόμενο έτος, μια αναβάθμιση από τις προβλέψεις για ανάπτυξη 2,9% και 3% αντίστοιχα σε δημοσκόπηση του Απριλίου και αρκετά κοντά στην τελευταία πρόβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Ακόμη όμως και με αυτήν την αναβάθμιση, πολλές κεντρικές τράπεζες αναμένεται να μειώσουν τα επιτόκια τουλάχιστον δύο φορές μέχρι το τέλος του έτους.
"Νομίζω ότι η μεγάλη ιστορία εδώ είναι ότι η παγκόσμια ανάπτυξη κατάφερε να συνεχίσει να κινείται προς τα εμπρός… η παγκόσμια οικονομία κατάφερε να μείνει σταθερή παρά τις πολλαπλές πιέσεις και φυσικά τον σημαντικό κύκλο νομισματικής σύσφιξης των δύο τελευταίων χρόνων", δήλωσε ο Ντάγκλας Πόρτερ, επικεφαλής οικονομολόγος της BMO Capital Markets.
"Μεγεθύνεται ακόμη λίγο πιο γρήγορα από 3%, παρά τις πολλές προκλήσεις... Η πρόβλεψή μας είναι ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει εκεί, κοντά στο 3% και μέσα στο β' εξάμηνο".
Αυτή η αισιοδοξία έρχεται σε αντίθεση με τις ανησυχίες νωρίτερα φέτος για το εάν η οικονομία των ΗΠΑ θα ήταν σε θέση να απορροφήσει μια τόσο επιθετική περίοδο νομισματικής σύσφιξης χωρίς ύφεση, παρόλο που οι ανησυχίες για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, την Κίνα, παραμένουν.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης για 24 από τις 48 κορυφαίες οικονομίες που συμμετείχαν στην έρευνα αναβαθμίστηκαν σε σχέση με πριν από τρεις μήνες, με 13 από αυτές να είναι ανεπτυγμένες οικονομίες, όπου υπήρχαν ανησυχίες για επιδείνωση της ζήτησης και τις υπόλοιπες 11 να είναι αναδυόμενες.
Δεκαοκτώ οικονομίες παρουσίασαν υποβάθμιση και έξι παρέμειναν αμετάβλητες στις εκτιμήσεις των 202 αναλυτών.
Ωστόσο, μεταξύ των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι η Federal Reserve και η Bank of England θα μειώσουν τα επιτόκια δύο φορές φέτος, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τρεις, έδειξε η έρευνα.
Με την ανάπτυξη να δείχνει αντοχή, ο πληθωρισμός εξακολουθεί να υπαγορεύει τελικώς το πόσο χαμηλά μπορούν να υποχωρήσουν τα επιτόκια και πότε. Ακόμη και σήμερα, η μεγάλη πλειοψηφία των κεντρικών τραπεζών - 19 από τις 27 που έχουν δεδηλωμένο ποσοστιαίο στόχο για τον πληθωρισμό - δεν αναμενόταν να τον επιτύχουν μέχρι το τέλος του 2024.
"Οι κίνδυνοι αυξάνονται... στις παγκόσμιες τιμές βασικών αγαθών, όπου το κόστος αποστολής πλησιάζει τα υψηλά του 2021/22", αναφέρει ο James Rossiter, επικεφαλής παγκόσμιας μακροοικονομικής στρατηγικής στην TD Securities.
"Δεν αναμένουμε τόσο μεγάλη ώθηση στον πληθωρισμό αυτή τη φορά... Ωστόσο, η απειλή υψηλότερου πληθωρισμού βασικών αγαθών θα μπορούσε να μειώσει την αντιστάθμιση στον επίμονο πληθωρισμό των υπηρεσιών και να επιβραδύνει τις μειώσεις επιτοκίων".
Ερωτηθέντες ποια συνιστώσα του δομικού πληθωρισμού θα είναι η πιο επίμονη για το υπόλοιπο του 2024, στην πλειοψηφία τους - 56 από τους 104 που απάντησαν σε αυτήν την ερώτηση - οι οικονομολόγοι ανέφεραν εκείνον στις υπηρεσίες, ακολουθούμενοι από 30 που ανέφεραν τον πληθωρισμό στον τομέα στέγης και ενοικίων. Οι υπόλοιποι 18 ανέφεραν άλλους τομείς.
Πλειοψηφία 60%, 131 από τους 220 αναλυτές, ανέφεραν ότι τα επιτόκια μέχρι το τέλος του έτους είναι πιο πιθανό να είναι υψηλότερα απ' ό,τι προβλέπουν επί του παρόντος, παρά χαμηλότερα.