Ο πληθωρισμός «επιμένει» στις δύο όχθες του Ατλαντικού το 2024, διαψεύδοντας τις εκτιμήσεις ορισμένων κεντρικών τραπεζών. Προς αναβολή οι αποφάσεις για μείωση επιτοκίων;
Δεν αποτελεί έκπληξη η τελευταία ανακοίνωση της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (Fed) ότι τα επιτόκια παραμένουν αμετάβλητα, μέχρι νεωτέρας. Τους τελευταίους μήνες ο πληθωρισμός έκανε κάθε τόσο την επανεμφάνισή του, προκαλώντας «πονοκέφαλο» σε πολιτικούς, επενδυτές και κεντρικούς τραπεζίτες, που είχαν προβλέψει διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων για το τρέχον έτος. Στην Ευρώπη η εικόνα δεν είναι πολύ διαφορετική. Τον Απρίλιο οι πληθωριστικές πιέσεις στη Γερμανία ήταν πιο έντονες από το αναμενόμενο, λόγω των σημαντικών αυξήσεων σε τρόφιμα και ενέργεια. Αυτή η εξέλιξη μειώνει τις προσδοκίες ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων και μάλιστα όχι μόνο μία, αλλά περισσότερες φορές μέχρι το τέλος του έτους. «Τα νέα από το μέτωπο του πληθωρισμού δεν είναι άσχημα, αλλά δεν είναι τόσο καλά όσο ελπίζαμε», συνοψίζει ο Φραντσέσκο Παπαντία, αναλυτής του Ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες.
Το ιδανικό σενάριο, σύμφωνα με τον Ιταλό ειδικό, θα ήταν ένας πληθωρισμός που παραμένει μόνιμα πολύ κοντά στο 2%. Αυτό ήταν άλλωστε και ο διακηρυγμένος στόχος τόσο της ΕΚΤ, όσο και της Fed στη μάχη κατά του πληθωρισμού, που ξεκίνησε το 2021 και κορυφώθηκε στα τέλη του 2022. Τώρα η Fed έχει περιέλθει σε δύσκολη θέση. Όπως επισημαίνει η Ντάιαν Σουόνκ, επικεφαλής οικονομολόγος της KPMG στις ΗΠΑ, «προς το παρόν τείνει περισσότερο στην απόφαση να μειώσει, παρά να αυξήσει τα επιτόκια, αλλά προϊόντος του χρόνου και τα δύο ενδεχόμενα θα αρχίζουν να εμφανίζουν σχεδόν ίσες πιθανότητες...» Στην περίοδο 2021-2023, μεσούσης της πανδημίας, τα ποσοστά του πληθωρισμού είχαν εκτοξευθεί στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών. Οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο αντέδρασαν με επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων. Στις ΗΠΑ τα επιτόκια κυμαίνονται σήμερα στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 23 ετών με 5,25-5,5%.
Στην Ευρωζώνη η ΕΚΤ τα διατηρεί σε επίπεδα-ρεκόρ μεταξύ 4-4,75%. «Για μία κεντρική τράπεζα τα επιτόκια αποτελούν το βασικότερο εργαλείο παρέμβασης στην οικονομία», λέει ο Φραντσέσκο Παπαντία. «Ο μηχανισμός είναι απλός: όταν αυξάνεις τα επιτόκια, οι επενδύσεις μειώνονται καθώς αυξάνεται το κόστος χρηματοδότησης, ενώ επηρεάζεται και η κατανάλωση, καθώς ο κόσμος τείνει να μεταθέτει τις δαπάνες του στο μέλλον».
τσι εξηγείται και ο δισταγμός της Fed αλλά και της ΕΚΤ στη λήψη οριστικών αποφάσεων. Από τα μέσα του 2023 και μέχρι τις αρχές του 2024 τα ποσοστά του πληθωρισμού προσέγγιζαν το επιθυμητό επίπεδο του 2% και φαινόταν πλέον αναπόφευκτο ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες θα αλλάξουν ρότα, υιοθετώντας μία πολιτική χαμηλότερων επιτοκίων. Καθώς όμως εκδηλώνονται νέες πληθωριστικές πιέσεις, εκφράζονται φόβοι ότι μία μείωση επιτοκίων στην παρούσα φάση θα μπορούσε να επιτείνει το πρόβλημα, προκαλώντας νέα άνοδο του πληθωρισμού. «Χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο για να αποφανθούμε εάν βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο για μία βιώσιμη αποκλιμάκωση πληθωρισμού, δεν ξέρω πόσος χρόνος θα χρειαστεί» έλεγε ο επικεφαλής της Fed Τζερόμ Πάουελ μετά την τελευταία συνεδρίαση για τα επιτόκια. Η αναλύτρια Νταϊάν Σουόνκ εκτιμά ότι η στάση της Fed αφήνει μετέωρους τους πολιτικούς ιθύνοντες στις ΗΠΑ και προκαλεί δυσαρέσκεια στις αγορές, αλλά επισημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση η κεντρική τράπεζα θέλει να αποφύγει μελλοντικές αιτιάσεις ότι ίσως βιάστηκε να μειώσει τα επιτόκια. Αυτό αποδεικνύεται και από την στάση αναμονής που είχε τηρήσει στα τέλη του 2023. «Αυτό που σίγουρα δεν πρόκειται να κάνει η Fed είναι να παραασυρθεί σε μία πρόωρη απόφαση για μείωση επιτοκίων, θα ήταν το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει», τονίζει η Σουόνκ.