Με κέρδη 3,6 δισ. ευρώ έκλεισαν το 2023 οι συστημικές τράπεζες, επισημαίνει ο οίκος. Το hedging και η πειθαρχία στα κόστη, «όπλο» για τα επιτοκιακά περιθώρια
Οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες (Alpha BankΑΛΦΑ -0,21%, Eurobank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και Πειραιώς) κατέγραψαν συνολικά καθαρά κέρδη 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2023, μειωμένα κατά 4% σε ετήσια βάση, αν και το 2022 περιελάμβανε σημαντικά μη επαναλαμβανόμενα κέρδη συναλλαγών και άλλα έσοδα, επισημαίνει η DBRS σε ανάλυσή της.
Τα υψηλότερα βασικά έσοδα και ο έλεγχος του κόστους έχουν υποστηρίξει τα αποτελέσματα το 2023 παρά την αύξηση του πιστωτικού κόστους. Η μέση απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) ήταν 12,1% το 2023, από 14,6% το 2022.
Τα έσοδα το 2023 ενισχύθηκαν από την έντονη αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους (NII), καθώς τα χαρτοφυλάκια δανείων και χρεογράφων έχουν υψηλότερες αποδόσεις ενώ το κόστος χρηματοδότησης καταθέσεων έχει αυξηθεί οριακά. Το NII πιθανότατα θα μειωθεί το 2024, αντανακλώντας κυρίως τις αναμενόμενες, αν και δυνητικά πιο αργές, μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, καθώς και υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης καταθέσεων και χονδρικής και υψηλότερο ανταγωνισμό για όγκους δανείων.
Ωστόσο, τα περιθώρια θα πρέπει να παραμείνουν ισχυρά, καθώς οι τράπεζες έχουν επίσης αντισταθμίσει τα επιτόκια στο πλαίσιο των αναμενόμενων χαμηλότερων επιτοκίων, για να κλειδώσουν κάποια πλεονεκτήματα σε επίπεδο NII και να μειώσουν την ευαισθησία των NII στις αλλαγές των επιτοκίων. Η ισχυρή πειθαρχία στο κόστος παρά τις πληθωριστικές πιέσεις έχει συμβάλει στη στήριξη της λειτουργικής κερδοφορίας.
Το 2023, το κόστος κινδύνου (CoR) ήταν ελαφρώς αυξημένο σε σύγκριση με το 2022, αλλά παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τα επίπεδα του πρόσφατου παρελθόντος. Η CoR στην Ελλάδα πιθανότατα θα παραμείνει πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο εγγύς μέλλον, καθώς τα προφίλ κινδύνου εξακολουθούν να εμφανίζονται πιο αδύναμα, αν και ουσιαστικά βελτιωμένα, από ό,τι στην Ευρώπη, και οι τράπεζες παραμένουν γενικά επιφυλακτικές όσον αφορά τους μελλοντικούς κινδύνους ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων στο τρέχον περιβάλλον.
Η ρευστότητα του κλάδου επωφελείται από μεγάλες και σταθερές καταθετικές βάσεις και οι αποπληρωμές του TLTRO III προχωρούν σύμφωνα με το σχέδιο. Τα κεφαλαιακά αποθέματα έχουν ενισχυθεί, ωστόσο η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει αδύναμη. Η βελτιωμένη ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα καθώς και οι πρόσφατες καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας οδήγησαν τελικά σε αύξηση της όρεξης των επενδυτών, επιτρέποντας στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) να ολοκληρώσει σχεδόν την αποεπένδυσή του από τις συστημικές τράπεζες.
* με πληροφορίες από το euro2day.gr