Σε μία δύσκολη συγκυρία για την κυβέρνηση, η Κουμουνδούρου παραχώρησε απλόχερα δώρα στο κυβερνητικό αφήγημα
Σάββας Παυλίδης | 20/04/22
Περίπου τρία χρόνια τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει την κοινωνία ότι το εκλογικό αποτέλεσμα του 2019 ήταν ένα μεγάλος λάθος. Στο ξεκίνημα της θητείας του από την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αρνιόταν πεισματικά να ζητήσει εκλογές. Αφορμή η πανδημία. Όμως, τους τελευταίους πέντε μήνες απαιτεί από την κυβέρνηση να φύγει. Ζητά από τον πρωθυπουργό να προσφύγει στις κάλπες, ώστε ο Αλέξης Τσίπρας να αναλάβει τη διακυβέρνηση του τόπου ''και να λύσει τα μεγάλα προβλήματα και τις μεγάλες προκλήσεις που η χώρα αντιμετωπίζει''.
Κατά την διάρκεια των συνεδρίων που κάθε κόμμα πραγματοποιεί υπάρχει ένας σκοπός. Αυτός ο στόχος είναι να αναδείξει μία παράταξη τα πλεονεκτήματα της, να εκπονήσει το σχέδιο της διακυβέρνησής της. Με απλά λόγια να αποδείξει στον δυνητικό της ψηφοφόρο που το παρακολουθεί για ποιο λόγο πρέπει να επιλέξει να ψηφίσει αυτό το κόμμα στις επόμενες κάλπες
Τι κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά να κάνει μέσα από το συνέδριο του; Να δώσει στην κυβέρνηση ένα πολύ όμορφο ''πασχαλιάτικο'' δώρο, σε μία περίοδο πολύ κρίσιμη για το Μαξίμου. Στην κυβέρνηση ξέρουν καλά ότι ίσως το κύμα ανατιμήσεων και η ακρίβεια που πλήττει κυρίως τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα δύναται να προκαλέσει στη Νέα Δημοκρατία δημοσκοπικά αλλά και εκλογικά μεγαλύτερη φθορά από αυτήν που θα μπορούσε η πανδημία να επιφέρει τους προηγούμενους μήνες.
Επί της ουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μπροστά του αυτό το διάστημα ένα πολύ πρόσφορο έδαφος ώστε να μπορέσει να ενισχυθεί και να κερδίσει μέσα από την ψήφο του πολίτη εκείνου που βλέπει το πορτοφόλι του να αδειάζει με μεγαλύτερη ταχύτητα από ότι στο παρελθόν. Εντός αυτής της κρίσιμης συγκυρίας, ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε μέσα από το συνέδριο του να αποδείξει για ποιους λόγους παραμένει ένα κόμμα μη ικανό και έτοιμο για την διακυβέρνηση του τόπου
Απέδειξε ότι πρώτος του στόχος πρέπει να είναι πρώτα να λύσει τα εσωτερικά του προβλήματα, να βγάλει τα όποια βαρίδια έχει στο εσωτερικό του, να καταλήξει αν αποτελεί ένα κόμμα σοσιαλιστικό. ένα κόμμα κεντρώο, ή ένα κόμμα το οποίο εκφράζει καθαρά την εξτρεμιστική αριστερά. Αφού λυθούν όλα αυτά και αφού συγκροτηθεί μία ομάδα ανθρώπων οι οποίοι εκφράζονται από την ίδια άποψη, τότε μπορεί πράγματι να απευθυνθεί στην κοινωνία και να της πει ότι είναι σε θέση να κυβερνήσει.
Προς το παρόν αυτό το οποίο έκανε ήταν να δώσει και στη Νέα Δημοκρατία και στην κοινωνία ένα ακόμα ''αποδεικτικό στοιχείο'' πως η στιγμή που θα θεωρηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως μία πολιτική παράταξη που εκπέμπει σοβαρότητα ακόμα αργεί. Και θα συνεχίσει να αργεί όσο δεν υπάρχει από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα μία πρωτοβουλία να αποκτήσει το κόμμα του έναν σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό
Το βράδυ των εκλογών του Ιουλίου του 2019 ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε τάση αυτοκριτικής. Δήλωσε ότι το κόμμα του πρέπει πλέον να συμπεριφέρεται ως μία παράταξη, όχι του 3%, αλλά μεγάλη και ισχυρή. Τότε όλοι πίστευαν ότι θα λάβει τις πρωτοβουλίες εκείνες ώστε να μην είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ένα κόμμα διαμαρτυρίας αλλά να μετατραπεί στα πρότυπα των κεντρώων σοσιαλιστικών ευρωπαϊκών κομμάτων τα οποία έχουνε μία συγκεκριμένη ιδεολογική προσέγγιση και κυρίως έχουν στελέχη τα οποία ασπάζονται αυτού του είδους τον ιδεολογικό προσανατολισμό
Βρισκόμαστε περίπου τρία χρόνια μετά από εκείνο το βράδυ και παρατηρώντας τα όσα τα στελέχη του του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασαν κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, αντιληφθήκαμε πως θυμίζουν το κόμμα το οποίο μας πρωτοσυστήθηκε το 2012. Χωρίς καμία απολύτως αλλαγή. Χωρίς καμία ένδειξη ότι η πάροδος αυτών των ετών μπόρεσε να φέρει έναν ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο ώριμο και περισσότερο έτοιμο η διακυβέρνηση του τόπου.