"Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου". Αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος που κατεξοχήν χαρακτηρίζει τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία.
Από τη μια πλευρά, έχουμε την κατάρρευση της συμφωνίας για την εξαγωγή των σιτηρών της Ουκρανίας, επίσημα γνωστής ως "Πρωτοβουλία για τα Σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας", που έχει δημιουργήσει αναστάτωση στην αγορά των δημητριακών, με το ενδεχόμενο ενός ράλι αυξήσεων στις τιμές των τροφίμων να θεωρείται πια βεβαιότητα. Από την άλλη, έχουμε τα νέα από τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της υφηλίου, την Κίνα, η οποία είδε τον πληθωρισμό να περνάει σε αρνητικό έδαφος ως αποτέλεσμα του περιορισμού της κατανάλωσης, γεγονός που από μερίδα αναλυτών εκτιμάται ως σοβαρή απειλή για την οικονομία του ασιατικού γίγαντα. Και τέλος, τα νέα από τις ΗΠΑ, όπου τα αντιφατικά μηνύματα συνεχίζονται, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις κατέγραψαν άνοδο μεν, μικρότερη του αναμενόμενου δε.
Ο ευρωπαϊκός εφιάλτης
Ξεκινώντας από τα "οικεία κακά", η κατάρρευση της συμφωνίας για τις εξαγωγές ουκρανικών σιτηρών σε συνδυασμό με τον "πληθωρισμό της απληστίας" που έχει εγκατασταθεί σε όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα, "εγγυώνται" όλο και ακριβότερα τρόφιμα τους επόμενους μήνες. Ωστόσο, όπως είχε επισημανθεί πρόσφατα, η αποχώρηση της Μόσχας από το deal σχετίζεται άμεσα με τους οικονομικούς σχεδιασμούς του Κρεμλίνου, για το οποίο το ρίσκο μοιάζει ελεγχόμενο. Οι τιμές του σιταριού έχουν μειωθεί κατά σχεδόν 50% από το υψηλότερο σημείο του 2022, περιορίζοντας την πίεση στον παγκόσμιο Νότο, γεγονός που επιτρέπει στον Βλαντίμιρ Πούτιν να υιοθετήσει μια καιροσκοπική στάση με απώτερο σκοπό τον προσπορισμό επιπλέον πόρων σε επίπεδο κρατικών ταμείων. Μια τέτοια συλλογιστική, όμως, που διέπεται από μια στενή διάσταση της σχέσης κόστους-οφέλους και τη χαρακτηρίζει η συγκυρία είναι εύκολο να αλλάξει στο εγγύς μέλλον, όταν τόσο η Ουκρανία όσο και η Ρωσία θα έχουν περισσότερο ανάγκη να προωθήσουν τα δημητριακά τους στην παγκόσμια αγορά, γεγονός που θα οδηγήσει στην ανάγκη μιας νέας συμφωνίας.
Σε ό,τι αφορά τα καύσιμα, τον δεύτερο ισχυρό "πονοκέφαλο" πολιτών, νοικοκυριών και επιχειρήσεων, το τέλος του συναγερμού για το φυσικό αέριο μπορεί να σημάνουν δύο παράγοντες. Είτε οι υψηλές θερμοκρασίες να διατηρηθούν μέχρι και το τέλος του χρόνου, οπότε οι τιμές θα κρατηθούν χαμηλά, είτε να έχουμε ένα τυπικό φθινόπωρο, αλλά να έχουν προετοιμαστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της σε τέτοιο βαθμό, ώστε να υπάρχει επάρκεια υγροποιημένου φυσικού αερίου. Σε αυτό το σενάριο, η αναστάτωση σε επίπεδο τιμών θα διαρκέσει το πολύ ως το τέλος Σεπτεμβρίου. Ορατό είναι ασφαλώς και το αρνητικό σενάριο: Μια μεταφορά του πεδίου των μαχών στη Μαύρη Θάλασσα, με αυτονόητα τα προβλήματα μεταφοράς φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, σε παράλληλο συνδυασμό με μια αδυναμία των ευρωπαϊκών αρχών να καλύψουν τις ανάγκες της ηπείρου θα σημάνει νέα εκτόξευση των τιμών.
Απέναντι στη νέα αναζωπύρωση του πληθωρισμού, η ΕΚΤ θα συνεχίσει την περιοριστική νομισματική της πολιτική, αυξάνοντας και άλλο τα επιτόκια, από το 3,75% όπου βρίσκονται σήμερα. Αλλά το αναπτυξιακό "αντίτιμο" θα είναι η προφανής εξέλιξη. Έτσι σε μια νέα περίοδο υψηλών επιτοκίων και υψηλού πληθωρισμού η Ευρώπη θα περνούσε σε ύφεση με υψηλό πληθωρισμό, δηλαδή σε στασιμοπληθωρισμό.
Με το βλέμμα στην Κίνα
Υπάρχει βεβαίως και ο μεγάλος φόβος μιας επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας. Όπως έγινε γνωστό, τον περασμένο μήνα ο δείκτης του πληθωρισμού κατέγραψε πτώση κατά 0,3% τον Ιούλιο σε ετήσια βάση, σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία της Κίνας, ενώ τον Ιούνιο είχε καταγραφεί μηδενικός πληθωρισμός. Με άλλα λόγια, πέρασε πλέον σε αρνητικό έδαφος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αποπληθωρισμός, η πτώση των τιμών των προϊόντων και υπηρεσιών θεωρείται σοβαρή απειλή για κάθε οικονομία. Καθώς πολλοί καταναλωτές προτιμούν να μην ξοδεύουν, αναβάλλουν τις αγορές με την ελπίδα πως οι τιμές θα πέσουν περαιτέρω. Ελλείψει ζήτησης, οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να μειώνουν την παραγωγή τους, να παγώνουν τις προσλήψεις ή να απολύουν, και να περιορίζονται σε νέες παραγγελίες μόνο για την αναπλήρωση των αποθεμάτων τους, κάτι που περιορίζει την κερδοφορία τους ενώ τα κόστη μένουν σταθερά. Οι οικονομολόγοι μιλούν για φαύλο κύκλο σε αυτές τις περιπτώσεις και κρούουν κώδωνα κινδύνου για μια επιστροφή στα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του ’70, όταν η ίδια η έννοια του στασιμοπληθωρισμού οριζόταν ως "συνδυασμός οικονομικής στασιμότητας και ραγδαίας αύξησης των τιμών". Μια μεταφορά του συγκεκριμένου προβλήματος σε μια οικονομία με τα δυναμικά χαρακτηριστικά της Κίνας προκαλεί εύλογα ανησυχία, αν και οι πλέον αισιόδοξοι επισημαίνουν πως δεν αρκεί μια φωτογραφική αποτύπωση, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, και τονίζουν τη βαθύτερη ανθεκτικότητα της οικονομίας του Μέσου Βασιλείου παρά τις απανωτές κρίσεις.
Το αμερικανικό αίνιγμα
Σχετικά με την τρίτη γωνία του προβλήματος, την αμερικανική περίπτωση, θεωρείται η πλέον αινιγματική, καθώς ο πληθωρισμός δείχνει να έχει σταθεροποιηθεί και το κίνημα της Μεγάλης Παραίτησης από την αγορά εργασίας είναι σε φάση υποχώρησης. Ωστόσο τα προβλήματα που αφορούν τη διαχείριση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους επιμένουν και οι αντοχές της Ουάσινγκτον σε έναν νέο κύκλο οικονομικής ύφεσης μένει να δοκιμαστούν. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο που σε αυτή τη συγκυρία δημοσιολόγοι όπως ο οικονομικός αναλυτής των Asian Times, Ντέιβιντ Γκόλντμαν, ανησυχούν περισσότερο για τη βιομηχανική πολιτική των ΗΠΑ παρά για το μέλλον της Κίνας, της οποίας τον όποιο αποπληθωρισμό εκλαμβάνουν ως εξισορροπητική τάση προς τα δυτικά πληθωριστικά ρεύματα.
Προς το παρόν δύο συμπεράσματα μένουν ασφαλή: Αφενός, διαφέρουν οι εκτιμήσεις για τη χρονική διάρκεια και τον χαρακτήρα του αυξημένου πληθωρισμού. Αφετέρου, ασχέτως με τις ομοιότητες και τις διαφορές με τη δεκαετία του ’70, το φάντασμα του στασιμοπληθωρισμού σκιάζει τη σκέψη όσων παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις. Τι απομένει να γίνει και ποιο πρόβλημα ιεραρχείται ως πρώτο. Μοιάζει υπό την έννοια αυτή το αρχικό ερώτημα να απαντάται από το απαύγασμα της λαϊκής σοφίας: "Βλέποντας και κάνοντας"...