Πόσο κινδυνεύει η Ελλάδα από την άνοδο των επιτοκίων
Η Ελλάδα, 12 χρόνια μετά την οικονομική κατάρρευση και την -ουσιαστικά- χρεοκοπία της, βγαίνει από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και εισέρχεται σε μία εποχή μερικής κανονικότητας και αυτονομίας. Και λέμε μερικής κανονικότητας, διότι μία και πλέον 10ετία μετά, τίποτα δεν είναι το ίδιο, τόσο σε ότι αφορά τη χώρα μας και τη λειτουργία της αγοράς, όσο και -πολύ περισσότερο- σε ότι αφορά τη διεθνή πολιτική και οικονομική σκηνή. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ολική ρήξη στις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία, γεγονός που συνεπάγεται έναν ριζικό αναπροσδιορισμό στην αγορά της ενέργειας, σε συνδυασμό με τις τεράστιες επιπτώσεις -σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο- της πανδημίας, συνθέτουν ένα εκ βάθρων νέο σκηνικό στην παγκόσμια αγορά και πραγματικότητα, με αλλαγές ταχύτατες, καθοριστικές και σε πολλές περιπτώσεις μη διαχειρίσιμες.
Χαρακτηριστική είναι η ραγδαία άνοδος του πληθωρισμού, συνέπεια πολλών παραγόντων, κυρίως όμως της εκτόξευσης των τιμών στην ενέργεια, η οποία -κακά τα ψέματα- ξεκίνησε αρκετούς μήνες πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, γεγονός που αποτέλεσε -στην ουσία- τον προάγγελο για μία πραγματικότητα. Ο πόλεμος, ωστόσο, επιτάχυνε σε υπερβολικό βαθμό τις εξελίξεις, βρίσκοντας απροετοίμαστες τις οικονομίες και τις κυβερνήσεις στο σύνολό τους.
Όπως επισημαίνει σε άρθρο της η DW, η εποχή του «φθηνού χρήματος» τελειώνει καθώς οι κεντρικές τράπεζες, η μία μετά την άλλη, ανεβάζουν τα επιτόκια σε μία προσπάθεια να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό. Η επιλογή της αύξησης των επιτοκίων προκαλεί κινδύνους, τόσο για τις χώρες που έχουν δανειστεί, όσο και για τους πολίτες που αποπληρώνουν δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, αλλά και για τις επιχειρήσεις, οι οποίες θα δανείζονται «ακριβότερο χρήμα» για να καλύψουν τυχόν πρόσκαιρα προβλήματα ρευστότητας, ή για να επενδύσουν.
Τις τελευταίες ημέρες φαίνεται να δρομολογείται ένα ανοδικό σπιράλ επιτοκίων σε Ευρώπη και Αμερική. Θα έχει συνέπειες αυτή η εξέλιξη για την υπερχρεωμένη ελληνική οικονομία, που ακόμη δεν έχει ανακτήσει το καθεστώς της «επενδυτικής βαθμίδας» για τους οίκους αξιολόγησης; Μιλώντας στο πρακτορείο Reuters, έγκυροι οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι προς το παρόν δεν διαφαίνεται κίνδυνος. Αφορμή για το ρεπορτάζ ήταν η επίσκεψη του νέου Γερμανού υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ στην Αθήνα και η επισήμανσή του ότι σύντομα η Ελλάδα εγκαταλείπει το καθεστώς της «ενισχυμένης εποπτείας».
Ο Γιοργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, θεωρεί ότι «ακόμη και με αυξανόμενα επιτόκια το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος προφανώς θα μπορεί να χρηματοδοτηθεί και αυτό οφείλεται στην οικονομική βοήθεια που έχει χορηγήσει η διεθνής κοινότητα. Δημόσιοι πιστωτές εκτός Ελλάδας κατέχουν πάνω από το 60% των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Επιπλέον τα δάνεια έχουν σταθερό επιτόκιο και πολύ μακρά περίοδο αποπληρωμής που κυμαίνεται, κατά μέσο όρο, στα 18,2 έτη». Μόλις το 26% των δανείων καθίσταται απαιτητό στα επόμενα πέντε χρόνια. Κατά συνέπεια «η αναχρηματοδότηση του κρατικού χρέους ελάχιστα ακριβαίνει από τα αυξημένα επιτόκια», καταλήγει ο Γιοργκ Κρέμερ.
Πηγή: skai.gr