«Διαφανείς», αλλά και «ευέλικτους» κανόνες για χρέη και ελλείμματα στην ευρωζώνη προτείνει η Κομμισιόν. Δεν λείπουν όμως οι αντιδράσεις από τον ευρωπαϊκό Βορρά.
Χρόνια ολόκληρα διαρκεί η συζήτηση για ενδεχόμενη τροποποίηση των αυστηρών κριτηρίων δημοσιονομικής πολιτικής που προβλέπει σήμερα το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Πρόκειται για μία «καυτή πατάτα», την οποία κατά κανόνα αποφεύγουν τόσο οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης, όσο και η Κομισιόν. Εδώ και 25 χρόνια τα περίφημα «κριτήρια του Μάαστριχτ» προβλέπουν συγκεκριμένα ανώτατα όρια για τον νέο δανεισμό (3% του ΑΕΠ), αλλά και το συνολικό ύψος του δημοσίου χρέους (60% του ΑΕΠ). Το αργότερο από το 2008, όταν ξέσπασε η κρίση χρέους στην ευρωζώνη, η εφαρμογή των κριτηρίων άρχισε να πυροδοτεί ομηρικούς καυγάδες ανάμεσα στην Κομισιόν και μεμονωμένα κράτη-μέλη, με τους Γερμανούς υπουργούς Οικονομικών να επιμένουν στη δημοσιονομική πειθαρχία και χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Γαλλία να στηλιτεύουν τις «καταστροφικές συνέπειες της λιτότητας».
Κάποια στιγμή είχε επέλθει συμφωνία ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας, που εγγυάται την εύρυθμη λειτουργία της ευρωζώνης, θα «επανεξεταστεί εν καιρώ». Σήμερα ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Πάολο Τζεντιλόνι, επισημαίνει ότι «οι καιροί αλλάζουν. Το Σύμφωνο είχε υπογραφεί πριν από πολλά χρόνια. Το κριτήριο του 60% για το χρέος δεν αποτελεί προϊόν επιστημονικής ανάλυσης, αλλά απλώς έτυχε να είναι ο μέσος όρος του χρέους στα 12 ιδρυτικά κράτη-μέλη της ευρωζώνης». Στη σημερινή εποχή, εκτιμά ο Επίτροπος, απαιτείται μία ρεαλιστική λύση. Αλλά ποια είναι αυτή;
Γεγονός είναι ότι η κρίση της πανδημίας, αλλά και οι συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, προκαλούν όλο και υψηλότερες δημόσιες δαπάνες σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Από την άνοιξη του 2020 τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης έχουν θέσει «προσωρινά» εκτός ισχύος τα κριτήρια του Μάαστριχτ, επικαλούμενα μία «ρήτρα διαφυγής λόγω ύφεσης». Δεσμεύονται να επανέλθουν σε καθεστώς δημοσιονομικής εγκράτειας από το 2023. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης. Η Ιταλία έχει συσσωρεύσει χρέη που φτάνουν το 150% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα ξεπερνούν ακόμη και το 180%. Στη Γερμανία το δημόσιο χρέος κυμαίνεται στο 68% του ΑΕΠ, λίγο πάνω από το όριο του 60% που προβλέπει σήμερα το Σύμφωνο Σταθερότητας. Στην Εσθονία δεν υπερβαίνει το 20%.
Το ερώτημα είναι βέβαια ποιες επιπτώσεις θα έχουν στο δημόσιο χρέος η άνοδος του πληθωρισμού, η διαφαινόμενη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και οι συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων. Η Κομισιόν εκτιμά ότι, εάν δεν προκύψει κάποιο νέο, απρόβλεπτο «σοκ» για την οικονομία, ο δανεισμός στην ευρωζώνη μπορεί να μειωθεί ελαφρώς ή τουλάχιστον να διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα.
Η κεντρική ιδέα των προτάσεων Τζεντιλόνι είναι ότι κάθε χώρα που αντιμετωπίζει πρόβλημα χρέους θα μπορεί να διαπραγματεύεται τον δικό της «οδικό χάρτη» με ξεκάθαρο στόχο να μειώσει το χρέος και τον νέο δανεισμό εντός τεσσάρων ετών ή ακόμη και εντός επτά ετών για χώρες που εμφανίζουν το υψηλότερο χρέος. Τα κριτήρια του Μάαστριχτ δεν αποτελούν θέσφατο, αλλά περισσότερο μία «πυξίδα» για την επίτευξη των στόχων. Ο Αντρέας Άισλ, συνεργάτης του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ στο Παρίσι, εκτιμά ότι με βάση τις προτάσεις Τζενιτλόνι τα κράτη-μέλη ουσιαστικά δεν πιέζονται να επιτύχουν τον στόχο του 60%. «Πιο σημαντικό κριτήριο είναι η γενική κατεύθυνση απομείωσης», λέει ο Αυστριακός οικονομολόγος. «Ο στόχος καθεαυτός μπορεί να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμα, ίσως και σε 50 χρόνια».
Σε ένα επόμενο βήμα η Κομισιόν θα συμφωνεί με τις ενδιαφερόμενες χώρες ένα «πρόγραμμα περικοπών και επενδύσεων», χωρίς να προσφεύγει στις δρακόντειες ποινές που προβλέπει το σημερινό Σύμφωνο Σταθερότητας. «Έτσι κι αλλιώς αυτές οι ποινές δεν εφαρμόστηκαν ποτέ», επισημαίνει κοινοτικός αξιωματούχος, για να συμπληρώσει ότι «πρέπει να απομακρυνθούμε από το σενάριο της δημοσιονομικής 'ατομικής βόμβας' και να αναζητήσουμε πιο ευέλικτα, διαβαθμισμένα εργαλεία παρέμβασης, τα οποία επίσης θα έχουν συνέπειες». Ο Επίτροπος Τζεντιλόνι δηλώνει ξεκάθαρα πως δεν έχει νόημα να εφαρμόζονται «μη ρεαλιστικοί» κανόνες για το χρέος.
ΠΗΓΗ: dw.com