Σε επιφυλακή αμερικανικές δυνάμεις, θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα προειδοποιεί η Βορειοατλαντική Συμμαχία
NEWSROOM | 26/01/22
Τη δημιουργία κοινής γραμμής με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ σχετικά με την κρίση στα σύνορα Ρωσίας – Ουκρανίας και την επαπειλούμενη εισβολή των δυνάμεων της Μόσχας, επιδιώκουν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε ο Λευκός Οίκος διευκρινίζεται με τον πλέον σαφή και ξεκάθαρο τρόπο η πρόθεση του προέδρου Μπάιντεν να μην προχωρήσει στη μονομερή αποστολή στρατιωτών στην Ουκρανία, την ώρα πάντως που οκτώ χιλιάδες πεντακόσιοι άνδρες των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, βρίσκονται σε επιφυλακή προκειμένου να αναπτυχθούν στην Ευρώπη στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, αν τελικά ο Βλαντιμίρ Πούτιν δώσει την εντολή να ανάψει το φυτίλι του πολέμου:
«Για να είμαστε ξεκάθαροι: δεν υπάρχει καμία πρόθεση είτε συμφέρον ή επιθυμία από τον πρόεδρο να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις στην Ουκρανία. Το ΝΑΤΟ είναι ένα φόρουμ για την υποστήριξη των εταίρων και των χωρών μας στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και αυτό είναι το επίκεντρο».
Κοινή αίσθηση πάντως αποτελεί πως η κλεψύδρα για την πραγματοποίηση της ρωσικής εισβολής αδειάζει και η Βορειοατλαντική Συμμαχία ενισχύει συνεχώς τις δυνάμεις της στην περιοχή, καθώς τα τύμπανα του πολέμου έχουν αρχίσει να ηχούν ολοένα και πιο δυνατά.
Με τον κίνδυνο μιας γενικότερης ανάφλεξης στην περιοχή, χώρες της Δύσης προχωρούν στην απομάκρυνση των μελών των οικογενειών των υπαλλήλων στις πρεσβείες τους στην Ουκρανία. Στον δρόμο που χάραξαν Ηνωμένες Πολιτείες, Αυστραλία, Μεγάλη Βρετανία και Γερμανία, ετοιμάζεται να βαδίσει και ο Καναδάς, ενώ κυβερνητικές πηγές της Ιαπωνίας ανέφεραν ότι εξετάζουν την απομάκρυνση τόσο των διπλωματικών υπαλλήλων, όσο και πολιτών από το Κίεβο.
Με ανακοίνωση που εξέδωσε ο Γενικός Γραμματέας της στρατιωτικής αμυντικής συμμαχίας των χωρών της Δύσης, Γενς Στόλτενμπεργκ, επισημαίνει αφενός τη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την προστασία των Συμμάχων και αφετέρου την απάντηση που θα δοθεί σε περίπτωση διατάραξης της ειρήνης και της ασφάλειας, την ώρα που πλειάδα χωρών μελών της Συμμαχίας στέλνουν δυνάμεις στην περιοχή που μοιάζει με πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί:
«Το ΝΑΤΟ θα εξακολουθήσει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύει και να υπερασπίζεται όλους τους Συμμάχους, περιλαμβανομένης της ενίσχυσης της ανατολικής πτέρυγας της Συμμαχίας. Θα απαντάμε πάντα σε οποιαδήποτε επιδείνωση του περιβάλλοντος ασφαλείας μας, κυρίως ενισχύοντας την κοινή μας άμυνα».
Στο διπλωματικό πεδίο και σχολιάζοντας την ενίσχυση των συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων στην ανατολική Ευρώπη, η Μόσχα κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ για όξυνση της έντασης, επιχειρώντας να μετατοπίσει το μπαλάκι των ευθυνών.
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου μίλησε για υστερία και αξιολόγησε ως πολύ υψηλό τον κίνδυνο που διατρέχουν οι φιλορώσοι αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία:
«Οι εντάσεις εντείνονται με ανακοινώσεις και συγκεκριμένες ενέργειες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Παρατηρείται υστερία από την πλευρά της Ευρώπης, αφού οι ανακοινώσεις για υποτιθέμενη επικείμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν πολλαπλασιαστεί τις τελευταίες εβδομάδες. Οι πληροφορίες που βγαίνουν από τη Δύση είναι γεμάτες «υστερία» και ψέματα. Ο κίνδυνος επίθεσης του Κιέβου κατά των φιλορώσων αυτονομιστών στην ανατολική Ουκρανία είναι πολύ υψηλός. Πράγματι, οι ουκρανικές αρχές συγκεντρώνουν ένα σημαντικό επίπεδο δυνάμεων και μέσων στα σύνορα με τις φιλορωσικές αυτονομιστικές δημοκρατίες. Αυτή η κατάσταση υποδηλώνει την προετοιμασία επιθετικών ενεργειών από την πλευρά του Κιέβου. Όλα αυτά οδηγούν σε μια κατάσταση όπου οι εντάσεις κλιμακώνονται».
Δημοσίευμα των “Financial Times” αναφέρει ότι υπάρχει σύγκλιση απόψεων μεταξύ Η.Π.Α. και Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη δέσμη των μέτρων και το πλαίσιο των κυρώσεων που σκοπεύουν να επιβάλουν στο Κρεμλίνο σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί η επαπειλούμενη εισβολή στο έδαφος της Ουκρανίας.
Ξεκάθαρο στόχο αποτελεί να επιχειρηθεί ένα καίριο πλήγμα στην οικονομία της Ρωσίας, με τις τράπεζες της χώρας να μπαίνουν στο στόχαστρο, που όπως ελπίζουν θα λειτουργήσει ως καταλυτικό μέσο πίεσης προς τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν προκειμένου να εκτονωθεί η ένταση.