Πουθενά αλλού δεν μυρίζει τόσο έντονα Ανατολή.
Εικόνες που ξεπηδούν από άλλο χωροχρόνο: οι Πομάκοι ραφτάδες που ξενυχτούν με μια αδύναμη λάμπα πάνω απ’ τους πάγκους τους. Οι μουσουλμάνες με τις χρωματιστές μαντήλες που βγαίνουν απ’ το Ιεροσπουδαστήριο της Χαϊριγιέ. Οι 80ετείς ψαράδες που κάνουν το τραπέζι σε μερακλήδες αστούς. Η ζωή στην άκρη δύο δρόμων.
«Σαν να πέρασα στην Πόλη χωρίς διαβατήριο», σκύβει και μου λέει στο αυτί ο Άλκης, ο νεότερος της αθηναϊκής παρέας που ταξίδευε μαζί μου στο αεροπλάνο. Μιλάμε χαμηλόφωνα από σεβασμό, ίσως και φόβο, αφού βρισκόμαστε μέσα σε μια γειτονιά όπου δεν ακούς ούτε λέξη ελληνική. Στα πέτρινα στενά δρομάκια δίπλα στα παραγκόσπιτα και τους μιναρέδες, κάτω από τον δυνατό χειμωνιάτικο ήλιο, μουσουλμάνες με χρωματιστές μαντήλες περπατάνε με τα παιδιά τους στο χέρι.
Τα παλιά σιδερένια ποδήλατα περνάνε ξυστά δίπλα στις μακριές φούστες τους που θροΐζουν. Σηκώνω το χέρι για να καλύψω το βλέμμα μου από την αντηλιά και ακούω μέσα στην οχλοβοή τους μαγαζάτορες της Κομοτηνής που καμαρώνουν την πραμάτεια τους. Εδώ, στις ταμπέλες των μικροσκοπικών μαγαζιών, αντί για φίρμα βλέπεις το όνομα του ιδιοκτήτη τους. Το κοσμηματοπωλείο του Αϊδήν Φέϊζ. Τα παπούτσια του Μεχμέτ Τσαούς, αραδιασμένα στο πεζοδρόμιο. Και τα όμορφα, χειροποίητα κεντήματα του Μ. Καραγκιόζ. Στο στενό κουρείο του Ισμαήλ Χασάν, ο χρόνος έχει σταματήσει πάνω στην καλοακονισμένη λεπίδα που γυαλίζει και κινείται με πείρα πάνω στο μάγουλο ενός μελαμψού πελάτη. Γύρω απ’ το Γενί Τζαμί, η ζωή έχει μυρωδιές και ήχο. Από τα μεγάφωνα, το μελωδικό κάλεσμα του μουεζίνη σκεπάζει τις φωνές και συντροφεύει το καθημερινό μελίσσι του μόχθου. Σταματάω να πιώ ένα καφεδάκι τούρκικο, στο μπακίρι, στο Cukur Kahve, έξω στο πεζοδρόμιο.
Μ’ ένα κομματάκι σουτζούκ λουκούμ, που λιώνει στο στόμα, φωτογραφίζω ασταμάτητα και παρακολουθώ αχόρταγα όλες τις σκηνές που εκτυλίσσονται μπροστά στο φακό μου. Απέναντι, στο λιλιπούτειο ραφείο της Σελμά, δύο λιγερές γυναίκες με φερετζέδες σκύβουν πάνω από τις παλιές ραπτομηχανές τους με πειθαρχία. Κάθε τόσο, η μία απ’ αυτές, η νεότερη, σηκώνει το χέρι της και χαϊδεύει τρυφερά το δίχρονο ξυπόλητο αγοράκι που κάθεται πάνω στο τραπεζάκι της κοπής. Περιμένει υπομονετικά να τελειώσει τη δουλειά της και, εν τω μεταξύ, παίζει με μια μπάλα φτιαγμένη από κομμένα πανιά. Η σκηνή με μαγνητίζει, δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω τους. Σκέφτομαι πόσο διαφορετική μπορεί να είναι η ζωή μας. Σαν να με κατάλαβε, σηκώνει το κεφάλι της από το γαζί και μου χαμογελάει συνεσταλμένα αλλά πολύ γλυκά.
Μας αρέσει αυτό που βλέπουμε η μία στην άλλη. Συστηνόμαστε χωρίς ν’ ανταλλάξουμε λέξη. Λίγα μέτρα πιο πάνω, στη Δημοτική Αγορά, κόβουν παστουρμά και «πιπερίζει» η μύτη μας από το δυνατό τσιμένι. Τέτοια ώρα σχολάει το Ιεροσπουδαστήριο της Χαϊριγιέ και οι ανήλικες μουσουλμάνες ξεχύνονται στο δρόμο. Οι κρεοπώλες ετοιμάζουν τους κιμάδες και τον φρέσκο καβουρμά από ντόπια μοσχάρια. Σκεπασμένος με λίπος και καρυκευμένος με μπόλικο πιπέρι και μπαχάρια, συντηρείται όλο το χειμώνα στα ράφια των μπακάλικων. Σακιά με όσπρια και φρεσκοαλεσμένο καφέ, που θα καταναλωθούν από τους χιλιάδες φοιτητές, στα μοδάτα café της πλατείας Ειρήνης. Τα πάρτι στήνονται στους δρόμους απ’ το μεσημέρι. Δυνατές μουσικές, μηχανές που μαρσάρουν δυνατά στους πεζόδρομους. Η αμούστακη πασαρέλα αρχίζει άλλη μια μέρα της. Σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Κομοτηνής αποτελείται από νεαρούς φοιτητές.
Αυτοί, εξάλλου, έχουν αλλάξει το τοπίο της καθημερινότητας. Στο κέντρο, το βράδυ, επικρατεί το αδιαχώρητο. Αμέτρητα καφέ και trendy μπαράκια , σε όλες τις παραλλαγές και για όλα τα γούστα, έχουν ανοίξει για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Στο Kosmopolis Mall γίνονται συναυλίες και νυχτερινές προβολές. Περιμένουν και το «Μέγαρο», που φιλοδοξεί να γίνει κάτι αντίστοιχο με το αθηναϊκό. Μεζεδοπωλεία της αθωότητας με απλό και φτηνό φαγητό. Παραδοσιακά γλυκοπωλεία που καλύπτουν τις μεταμεσονύκτιες υπογλυκαιμίες του ποτού. Φαίνεται πως το διάβασμα δεν είναι προτεραιότητα. Μια παρέα από υπέρκομψες νεαρές κατοίκους της Κομοτηνής μπαίνουν γελώντας στο ζαχαροπλαστείο του Νεντίμ. Στηρίζονται με άνεση στα ψηλά τακούνια τους και τινάζουν τις άψογες μες καθώς σκύβουν πάνω από τα σαραγλάκια και τα μελωμένα σεκέρ παρέ.
Ανοίγουν τις Damier τσάντες τους και μέσα τους αποφασίζουν να πληρώσουν με σκληρή δίαιτα, την αποψινή ατασθαλία με τα σιροπιαστά. Σταματάνε, ρίχνουν και μια ματιά στη λουσάτη βιτρίνα με τις αστραφτερές τουαλέτες δίπλα στους πομάκους ραφτάδες. Η Αγορά εδώ, δεν δουλεύει με τα έτοιμα. Το καταλαβαίνεις αμέσως. Στα μικροσκοπικά μαγαζάκια τους, σκυμμένοι πάνω από ξύλινους πάγκους με τη μεζούρα κρεμασμένη στο λαιμό, δουλεύουν μέχρι αργά. Η λάμπα τους καίει αδύναμα, τη στιγμή που η νύχτα γύρω παίρνει φωτιά απ΄τις ψησταριές, τα ποτάδικα και τα κεμπαπτζίδικα που γεμίζουν ομοθρήσκους τους. Δεν τους αφορούν όλα αυτά. Συνηθισμένοι στο νυχτοκάματο, αδιαφορούν ακόμα και για τις σικάτες Κομοτινιές που χτυπάνε τα τακούνια τους στο πλακόστρωτο. Σταματάω αποκαμωμένη σε ένα μοντέρνο φαστ-φουντάδικο ανάμεσα στα καφεκοπτεία.
Το μαγαζί είναι παλιό τούρκικο, με αλλαγμένη όψη και κόκκινη επιγραφή νέον. Παραγγέλνω λαχματζούν με γύρο. Λεπτοφτιαγμένη αραβική πίτα με μαϊντανό και μπόλικο κρεμμύδι. Και ισκεντέρ κεμπάπ με φρέσκο βούτυρο. Για αλκοόλ, ούτε λόγος. Μόνο αναψυκτικά και αριάνι. Συμβιβάζομαι με μια coca light. Ο νεαρός σερβιτόρος που την ακουμπάει μπροστά μου στο τραπέζι, με ρωτά με τα σπαστά ελληνικά του: «Ποτήρι θέλετε?» Μια όμορφη μουσουλμάνα με ροζ μαντήλα φρενάρει το κόκκινο Yaris έξω απ’ την πόρτα, κατεβάζει το παράθυρο και παραγγέλνει από το αυτοκίνητο. Η Θρακική νύχτα πέφτει βαριά και τσουχτερή πάνω μας. Αποφασίζω να κοιμηθώ νωρίς για ν’ αντέξω την αυριανή περιπλάνηση.
Στο δάσος της Δαδιάς, οι ξενώνες είναι κλεισμένοι δυο χρόνια πριν. Χωρίς υπερβολή. Ο οικοτουρισμός σχεδόν αναγκαστικός, καθώς η φύση επιβάλλει εδώ τους δικούς της κανόνες. Ποτάμια, καταρράκτες και λίμνες. Άγρια άλογα και δάση από οξιές. Και το κυνήγι του αγριογούρουνου και της πέρδικας, κρατεί καλά (καλύτερα δε γίνεται) γύρω από τα παλιά ερειπωμένα μοναστήρια. Εγώ θα τα δοκιμάσω μόνο. Αχνιστά και μυρωδάτα, στην ταβέρνα που γεμίζει από Θρακιώτες, Τούρκους και Βούλγαρους όλο το χρόνο. Όλοι τους παραγγέλνουν ασταμάτητα κρασί και μετά ανεβαίνουν στα τραπέζια να χορέψουν. Να το εξατμίσουν. Με βαριά καρδιά τους αφήνω πάνω στο τσακίρ κέφι.
Όσο κι αν εξερευνήσω την περιοχή, όσες μέρες κι αν της αφιερώσω, τελικά θα φύγω με την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι σημαντικό που δεν μου αποκαλύφθηκε ακόμα. Έχω κανονίσει βόλτα με τζιπ ανάμεσα στις πλάβες, τις ξύλινες βάρκες των ψαράδων στο Δέλτα του Πρίγκηπα. Ο μύθος λέει, ότι κάποιος νεαρός πρίγκηπας προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ τον πατέρα του, που τον ήθελε νεκρό. Έπεσε και πνίγηκε στα νερά ενός μεγάλου ποταμού. Και οι άνθρωποι της περιοχής, που τον αγαπούσαν πολύ, έδωσαν στον ποταμό το όνομα του. Ο Έβρος, εκβάλει στο Αιγαίο και σχηματίζει ένα πλούσιο δέλτα πολλών τετραγωνικών χιλιομέτρων. Εδώ, βρίσκουμε 316 είδη πουλιών από τα 422 που έχουν καταγραφεί σ’ όλη την Ελλάδα.
Φοινικόπτερα και κύκνοι, ροδοπελεκάνοι και χαλκόκοτες έχουν κάνει σπίτι τους αυτόν τον υπέροχο υδροβιότοπο. Εφοδιασμένη με χάρτες και ζωγραφιές πουλιών (για να μπορώ να τα αναγνωρίσω) ταξιδεύω ανάμεσα στους μαιάνδρους του ποταμού και τις λιμνοθάλασσες του, χαζεύοντας τους σταχτοτσικνιάδες, τους μεγάλους γκρίζους ερωδιούς που πετάνε γύρω από τις παράγκες των ψαράδων. Καταλυτική η δύναμη του τοπίου. Αργά το βράδυ, αφήνω τον Γιαούραντα, όπως λένε αλλιώς το Δέλτα του Έβρου. Μαζί με τους υπόλοιπους bird watchers διασχίζω την Εγνατία και παίρνω τον δρόμο για Αλεξανδρούπολη. Θα ξεκουραστώ και θα επανέλθω, αφού πρώτα εγγράψω στον σκληρό μου, τις εικόνες και τις αισθήσεις, όσο πιο καλά γίνεται. Για να μην τις ξεχάσω…