Η Εύα Αφένδρα αναφέρεται στη πτώση των Δίδυμων Πύργων το 2001, και στην άνοδο της τρομοκρατίας στον πλανήτη.
Πριν από 18 χρόνια, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν και η ομάδα του από Τζιχάντ, Αλ Κάιντα, πραγματοποίησαν τις πιο καταστροφικές τρομοκρατικές επιθέσεις στην ιστορία. Οι επιθέσεις στη Νέα Υόρκη στοίχισαν τη ζωή σε περίπου 3.000 αθώους ανθρώπους, κλονίζοντας συθέμελα ολόκληρο τον κόσμο. Οι επιπτώσεις εξακολουθούν να γίνονται αντιληπτές μέχρι σήμερα, είτε πρόκειται για τις αμερικανικές εισβολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ είτε για την ενίσχυση των συστημάτων ασφαλείας διεθνώς. Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, τα στρατεύματα των Ηνωμένων Πολιτειών συνεχίζουν να έχουν ισχυρή παρουσία στη Μέση Ανατολή. Μάλιστα, προ ολίγων ημερών, ο Λευκός Οίκος διέκοψε τις πιο πρόσφατες διαπραγματεύσεις για ειρήνη με τους Αφγανούς Ταλιμπάν.
Σε τοπικό και ατομικό επίπεδο, οι εν λόγω επιθέσεις ακόμη επηρεάζουν την υγεία των επιζώντων και των πρώτων ανταποκριτών που βίωσαν τη φρίκη από πρώτο χέρι, καθώς εκτέθηκαν σε τοξικά οικοδομικά υλικά. Η Νέα Υόρκη συνεχίζει να καταμετρά τους ανθρώπους που έχουν αναπτύξει καρκίνο ή άλλες σοβαρές ασθένειες που σχετίζονται με το τοξικό σύννεφο που βρισκόταν πάνω από το Μανχάταν για αρκετές εβδομάδες εκείνον το Σεπτέμβρη. Ωστόσο, όπως ακριβώς και οι επιπτώσεις των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου είναι τόσο παγκόσμιες όσο και τοπικές σε φύση, έτσι και η ίδια η εξέλιξη του κινήματος του Τζιχάντ. Έτσι, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι Τζιχαντιστές δε θα μπορέσουν ποτέ ξανά να διαπράξουν τέτοια θηριωδία σαν αυτή που παρακολουθήσαμε το 2001, είναι απαραίτητο οι προσπάθειες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας να είναι και τοπικές και παγκόσμιες. Για να γίνει κάτι τέτοιο όμως πρώτα πρέπει να κατανοήσει κανείς τις ιδιαιτερότητες των οργανώσεων Τζιχάντ.
Το Τζιχάντ δεν υπήρξε ποτέ ενιαίο και συμπαγές κίνημα. Από την αρχή αποτελούνταν από διάφορα στοιχεία που κατά διαστήματα συνεργάζονταν. Πράγματι, λέγεται πως πίσω από τη δολοφονία του Αμπντουλάχ Αζάμ το 1989, ενός ιδρυτή του διακρατικού Τζιχάντ, κρύβονταν δύο άλλες ηγετικές μορφές του Τζιχάντ. Δύο χρόνια αργότερα, ο Μουσταφά Σαλάμπι, υποστηρικτής του Αζάμ, δολοφονήθηκε από ακολούθους του Ομάρ Αμπντέλ Ραχμάν, ο οποίος επιδίωκε να αναλάβει τον έλεγχο του αμερικανικού δικτύου του Αζάμ που χρηματοδοτούσε τους Τζιχάντ. Αυτοί οι δύο θάνατοι είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα του ανταγωνισμού και της διαίρεσης που ανέκαθεν κυριαρχούσε στο Τζιχάντ. Ας επιστρέψουμε όμως και πάλι στις επιθέσεις του 2001. Ήταν μια κρίσιμη στιγμή για το κίνημα του Τζιχάντ, καθώς ποτέ άλλοτε δεν είχε καταφέρει άλλη τρομοκρατική οργάνωση τόσο μεγάλο χτύπημα.
Έτσι, η Αλ Κάιντα προβλήθηκε ως μια τρομακτική υπερδύναμη και το όνομά της – όπως και αυτό του Μπιν Λάντεν – έγινε γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο. Η δύναμη και η ξαφνική φήμη της Αλ Κάιντα ώθησε πολλές υπάρχουσες παρατάξεις Τζιχάντ να οργανωθούν σε μεγαλύτερες ομάδες. Απ’ έξω φαινόταν ότι οι Τζιχάντ του κόσμου ενώνονταν κάτω από το όνομα της Αλ Κάιντα. Στην πραγματικότητα όμως αυτές οι ομάδες συνέχιζαν να έχουν ξεχωριστή τοπική ηγεσία και ανεξάρτητη δράση και συχνά αγνοούσαν την καθοδήγηση της Αλ Κάιντα.
Το ίδιο ισχύει και για έναν άλλο σημαντικό πόλο του κινήματος, το Ισλαμικό Κράτος. Αφού η οργάνωση κατέκτησε μεγάλες εκτάσεις του Ιράκ και της Συρίας το 2014, πολλές τοπικές ομάδες υιοθέτησαν την ονομασία του Ισλαμικού Κράτους και ενοποιήθηκαν. Παρόλ’ αυτά, οι ομάδες αυτές συνέχισαν να λειτουργούν αυτόνομα σε τοπικό επίπεδο, αποκλίνοντας από τις οδηγίες και το δόγμα της Αλ Κάιντα. Ωστόσο, αυτή η ιδιαίτερη φύση τοπικής και συνάμα παγκόσμιας εμβέλειας που προαναφέρθηκε ωφέλησε το Ισλαμικό Κράτος και την Αλ Κάιντα παρέχοντάς τους ανθεκτικότητα. Αν όλο το κίνημα του Τζιχάντ ήταν διαχειριζόμενο από μία και μοναδική οργάνωση, τότε η εξάλειψη της ηγεσίας της θα οδηγούσε λογικά στην καταστροφή της ίδιας της οργάνωσης. Το αποκεντρωμένο όμως μοντέλο που εφαρμόζεται βοηθά τις τοπικές ομάδες να αποφύγουν τις ζημιές που προκαλούνται στα ανώτερα κλιμάκια του Τζιχάντ.
Η δολοφονία του Μπιν Λάντεν το 2011, λόγου χάρη, ελάχιστες επιπτώσεις είχε στις δραστηριότητες ομάδων με ανάλογες ιδεολογίες. Ομοίως, οι τεράστιες απώλειες που υπέστη το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία και το Ιράκ τα τελευταία χρόνια είχαν μικρό αντίκτυπο σε ‘’παρακλάδια’’ του Ισλαμικού Κράτους στη Δυτική Αφρική και στο Σινά. Αυτό οφείλεται, όπως είδαμε και παραπάνω, στο γεγονός ότι αυτές οι οργανώσεις είναι ανεξάρτητες ομάδες που υιοθέτησαν το όνομα της Αλ Κάιντα , έχουν όμως δική τους τοπική ηγεσία και δικά τους δίκτυα υποστήριξης και χρηματοδότησης. Μια ακόμη όψη του κινήματος του Τζιχάντ που πρέπει να αναφερθεί είναι η δράση μεμονωμένων ατόμων που δρουν μεν σε τοπική κλίμακα αλλά σκέφτονται σε παγκόσμια.
Αυτή η κατηγορία είναι η πιο διαδεδομένη ιδιαίτερα στη Δύση και αποτελεί σημαντική απειλή καθώς αυτές οι εξτρεμιστικές μονάδες διεξάγουν ευκολότερα διακρατικές επιθέσεις και προβάλλουν έτσι τις τρομοκρατικές δυνατότητες διεθνώς. Το προηγούμενο έτος, λόγου χάρη, άνδρας στη Μελβούρνη της Αυστραλίας επιτέθηκε με μαχαίρι σε περαστικούς αφού πρώτα έριξε το φλεγόμενο φορτηγάκι του σε βιτρίνες εμπορικού κέντρου. Ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του, δυο τραυματίστηκαν ενώ ο δράστης τραυματίστηκε θανάσιμα από τα πυρά των αστυνομικών. Σύμφωνα με τις αρχές δεν είχε συνεργούς.
Το Ισλαμικό Κράτος ανέλαβε λίγο αργότερα την ευθύνη για τρομοκρατική επίθεση. Παρόλ’ αυτά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι επιθέσεις των ανεξάρτητων Τζιχαντιστών έχει μειωθεί σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, πιθανόν εξαιτίας της γενικότερης κρίσης που διέρχεται το Ισλαμικό Κράτος. Βέβαια, η αντιμετώπιση της απειλής παραμένει δύσκολη. Μπορεί οι βασικές ομάδες να έχουν αποδυναμωθεί αλλά παραμένουν επικίνδυνες και αναμφισβήτητα συνεχίζουν να σχεδιάζουν επιθέσεις. Μάλιστα, τους τελευταίους μήνες οι Η.Π.Α . πραγματοποίησαν αεροπορικές επιδρομές στη Β. Συρία εναντίον στόχων που ανήκουν στην Αλ Κάιντα και που πιστεύεται ότι σχεδίαζαν επιθέσεις.
Για να ηττηθεί ένας εχθρός που είναι τόσο τοπικός όσο και παγκόσμιος απαιτούνται εξίσου τοπικές όσο και παγκόσμιες προσπάθειες. Η τοπική συνισταμένη αυτής της εξίσωσης περιλαμβάνει στρατιωτικές επιχειρήσεις που πλήττουν τις γνωστές τρομοκρατικές οργανώσεις για να αποφευχθεί η ανάκτηση της δύναμής τους. Ταυτόχρονα, σε διεθνές επίπεδο οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου και οι υπηρεσίες πληροφοριών διεξάγουν επιχειρήσεις αυστηρού ελέγχου όσων εισέρχονται στα κράτη. Δε μπορούμε όμως να κάνουμε τα στραβά μάτια στις αρνητικές συνέπειες αυτών των μέτρων, έστω κι αν ορισμένες φορές θεωρούνται απαραίτητα.
Για παράδειγμα, δε μπορούμε να ξεχάσουμε τα ‘’935 ψέματα’’ του προέδρου Μπους που κατέγραψε το Κέντρο Δημόσιας Διαφάνειας μετά την 11η Σεπτεμβρίου σχετικά με την ‘’απειλή για την εθνική ασφάλεια’’ των Η.Π.Α. που υποτίθεται ότι συνιστούσε το Ιράκ καθώς και για τα υποτιθέμενα όπλα μαζικής καταστροφής και τις ‘’διασυνδέσεις’’ με την Αλ Κάιντα. Φυσικά, η προπαγανδιστική ρητορική των επιτιθέμενων αποδείχθηκε ένα ηχηρότατο φιάσκο. Όχι μόνο δε βρέθηκαν τα όπλα αλλά η εισβολή οδήγησε σε μια μακροχρόνια κατοχή της χώρας, που προκάλεσε υπερπολλαπλάσια θύματα και καταστροφές των υποδομών της από όσα είχε προκαλέσει η ίδια η επίθεση, με οικονομικές και πολιτικές συνέπειες που μέχρι σήμερα η Δύση διαχειρίζεται με εξαιρετικά μεγάλο κόστος και δυσκολία.
Επιπλέον, η ίδια η πραγματική αιτία της εισβολής, δηλαδή ο έλεγχος των ενεργειακών δρόμων της ευρύτερης περιοχής, προκάλεσε επίσης ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα, με τον πόλεμο στην Συρία να αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό τεκμήριο των τραγικών απόηχων της εισβολής στο Ιράκ. Ένα εξίσου σημαντικό επακόλουθο που οφείλεται εν μέρει στους αδυσώπητους ελέγχους των Αρχών κυρίως προς τους μουσουλμάνους δημιουργεί ένα κλίμα ανασφάλειας και καχυποψίας στους πολίτες, κατάσταση η οποία συχνά κλιμακώνεται και τότε έχουμε να κάνουμε με ισλαμοφοβία.
‘’Είτε είστε μαζί μας, ή είστε με τους τρομοκράτες’’, ανακοίνωσε ο Μπους σε συνέντευξη Τύπου μετά από τις επιθέσεις. Και πολλοί άνθρωποι αποφάσισαν σιωπηλά ότι όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν εναντίον τους. Όλα υπόκεινται σε έλεγχο: το ντύσιμο, οι πεποιθήσεις, ο τρόπος ζωής τους. Άνθρωποι που ποτέ πριν δεν είχαν καν διαβάσει το Κοράνι, συμπεριφέρονταν σαν να είχαν περισσότερες γνώσεις κι από Ισλαμικούς μελετητές. Ουκ ολίγες φορές έκτοτε έχουν διαπραχθεί εγκλήματα μίσους εναντίον αθώων μουσουλμάνων. Για παράδειγμα, η μαζική δολοφονία 49 μουσουλμάνων, αρκετών προσφύγων και μεταναστών, από τον εκτελεστή επικεφαλής ακροδεξιών ρατσιστών Μπρέντον Τάραντ στην Νέα Ζηλανδία νωρίτερα μέσα στο έτος ήταν ένα ισλαμοφοβικό έγκλημα που το είχαν προαναγγείλει και το στήριξαν με ένα μανιφέστο μίσους 70 σελίδων.
Πριν κάποια χρόνια στην Νορβηγία ένας ομογάλακτος του, ο Άντερς Μπρέιβικ, είχε προχωρήσει στη μαζική σφαγή 70 νέων στο νησί Αουτόγια όπου κατασκήνωναν και πάλι είχε διακηρύξει ότι το έκανε για να σταματήσει την “ισλαμοποίηση της Ευρώπης’’. Μέχρι να ηττηθεί το μίσος, ιδεολογίες όπως αυτή του Τζιχάντ δυστυχώς θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να προσελκύουν υποστηρικτές. Αυτό ωστόσο που μπορεί να κάνει ο καθένας μας είναι να αντιτάξει στο μίσος την αγάπη, στη μισαλλοδοξία την ανεκτικότητα, στη διχόνοια την αδελφοσύνη και να κάνει πράξη κάθε μέρα τις αρχές του ανθρωπισμού.