Έντονη δυσαρέσκεια και εσωκομματικός αναβρασμός επικρατεί το τελευταίο 48ωρο στη Νέα Δημοκρατία, στον απόηχο της συνέντευξης του Κυριάκου Μητσοτάκη στον ΣΚΑΪ και στη Σία Κοσιώνη.
Γράφει ο Σάββας Παυλίδης
Οι αιχμές που άφησε ο Πρωθυπουργός κατά της κυβέρνησης Καραμανλή έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις τόσο σε παραδοσιακά στελέχη του κόμματος όσο και σε εν ενεργεία βουλευτές που υπηρέτησαν στο τότε κυβερνητικό σχήμα.
Η ρητορική του κ. Μητσοτάκη ερμηνεύεται από αρκετούς εντός της ΝΔ ως σαφής αποστασιοποίηση από την περίοδο 2004-2009. Πολλά στελέχη εξέλαβαν τις δηλώσεις του ως απαξιωτικές, τονίζοντας ότι θύμιζαν περισσότερο αντιπολιτευτική κριτική προς έναν πρώην πρωθυπουργό… άλλου κόμματος.
Η ενόχληση δεν περιορίζεται μόνο στην προσωπικότητα του Κώστα Καραμανλή. Βουλευτές και πρώην υπουργοί που συμμετείχαν στη συγκεκριμένη κυβέρνηση εκφράζουν την αγανάκτησή τους, κάνοντας λόγο για «ιστορική παραχάραξη» και απόπειρα «διαγραφής» μιας ολόκληρης περιόδου από τη νεοδημοκρατική αφήγηση.
Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε και το γεγονός ότι, εμμέσως πλην σαφώς, η αναφορά του Πρωθυπουργού άγγιξε και την Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών στη δεύτερη κυβέρνηση Καραμανλή. Παρότι το όνομά της δεν ειπώθηκε, η αναφορά στο τρόπου που κινήθηκε στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής η κυβέρνηση Καραμανλή, δεν πέρασε απαρατήρητη από το εσωκομματικό ακροατήριο, ιδίως από το καραμανλικό και σαμαρικό μπλοκ.
Η αίσθηση ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης «κλείνει λογαριασμούς» με πολιτικούς του αντιπάλους στο εσωτερικό του κόμματος εντείνει τις τριβές, ειδικά σε μια περίοδο όπου η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με σωρευτική φθορά και σημαντικά κοινωνικά και θεσμικά μέτωπα.
Πολλοί στη ΝΔ εκτιμούν πως η στρατηγική Μητσοτάκη ενέχει ρίσκο. Το άνοιγμα μετώπου με τον Κώστα Καραμανλή μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα και ισχυρότερη συσπείρωση των δύο πρώην πρωθυπουργών, Καραμανλή και Σαμαρά, με κοινό παρονομαστή την ενόχληση απέναντι στην πολιτική και ιστορική αμφισβήτηση του έργου τους.
ολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι ο Πρωθυπουργός επιχειρεί να χαράξει διαχωριστικές γραμμές με το «παλαιό κόμμα», προκειμένου να ενισχύσει τη δική του φυσιογνωμία και να προετοιμάσει το έδαφος για τις επόμενες εκλογικές μάχες με πιο «τεχνοκρατικό» και «φιλελεύθερο» πρόσημο. Ωστόσο, η στρατηγική αυτή, αν δεν συνοδευτεί από εσωτερικές ισορροπίες, ενδέχεται να προκαλέσει περαιτέρω ρωγμές στο κυβερνών κόμμα.