Συγκρίσιμη μόνο με τις ΗΠΑ η κλίμακα των δαπανών
«Όταν χτυπάει ο συναγερμός στην αεροπορική βάση της Τανάγρας βορειοδυτικά της Αθήνας, ένα μαχητικό αεροσκάφος Rafale δεν χρειάζεται περισσότερο από πέντε λεπτά για να σηκωθεί και να ξεκινήσει πέρα από το Αιγαίο Πέλαγος προς τα σύνορα με την Τουρκία», γράφει σε άρθρο του το Bloomberg.
Καθώς η Ευρώπη αναζητά τρόπους να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες απέναντι στην απειλή της Ρωσίας, η Ελλάδα προσφέρει πολύτιμα μαθήματα για το τι απαιτείται όταν ζεις δίπλα σε έναν αντίπαλο. Παρόλο που η χώρα των 10 εκατομμυρίων κατοίκων διατηρεί ισχυρές ένοπλες δυνάμεις ανεξαρτήτως κόστους, έχει δυσκολευτεί να αναπτύξει μια ισχυρή εγχώρια αμυντική βιομηχανία σημειώνει το άρθρο.
«Η Ελλάδα έχει μια μακρά αντιπαλότητα με τον γείτονά της σχετικά με κυριαρχικά δικαιώματα στα νησιωτικά ύδατα που τους χωρίζουν. Παρά το γεγονός ότι είναι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, οι δυνάμεις τους έφτασαν κοντά σε σύγκρουση το 1996 και η ένταση κλιμακώθηκε ξανά μόλις πριν από πέντε χρόνια» αναφέρει το άρθρο και συνεχίζει: Η Ελλάδα ξεπερνούσε σταθερά τον στόχο του ΝΑΤΟ για δαπάνες 2% του ΑΕΠ στην άμυνα, ακόμα και στο απόγειο της κρίσης χρέους που παρέλυσε την οικονομία της. Το 2015, τη χρονιά που η Ελλάδα διαπραγματευόταν με τους πιστωτές της σκληρά μέτρα λιτότητας για να διορθώσει τα οικονομικά της, εξακολουθούσε να δαπανά περισσότερο από τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ευρώπης, ένας ισχυρός στρατός είναι βαθιά ριζωμένος στη νοοτροπία των Ελλήνων. Η χώρα είναι μεταξύ των λίγων στην Ευρωπαϊκή Ένωση με υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, και οι δαπάνες για την εθνική ασφάλεια αποτελούν παραδοσιακά πολιτική που υποστηρίζεται από όλες τις κυβερνήσεις.
«Η αμυντική δομή της Ελλάδας είναι πρωτίστως προσανατολισμένη στην αποτροπή της Τουρκίας», δήλωσε η Iνώ Αφεντούλη, εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων στην Αθήνα και πρώην στέλεχος του ΝΑΤΟ. «Δεν υπάρχει άλλη προτεραιότητα.»
«Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας είναι πολύ ιδιαίτερη, δημιουργώντας πολλές προκλήσεις ασφαλείας», δήλωσε ο Σπύρος Μπλαβούκος, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ερευνητής στο think tank ΕΛΙΑΜΕΠ. Η γεωγραφία σημαίνει ότι η χώρα «βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία ετοιμότητας όσον αφορά τις αμυντικές της δαπάνες και τα προγράμματα στρατιωτικού εξοπλισμού της.» Ενώ το μεσογειακό έθνος έχει επενδύσει σημαντικά στην αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού, σε αντίθεση με την Τουρκία, παράγει ελάχιστα από αυτά εγχώρια. Ένα μεγάλο μέρος των δαπανών της χώρας έχει διατεθεί σε στρατιωτικό προσωπικό και στην προμήθεια όπλων από το εξωτερικό, ενώ ελάχιστα έχουν επενδυθεί στην έρευνα και ανάπτυξη.
Η πρωτοβουλία της Ε.Ε. ReArm Europe για την ενίσχυση των δυνατοτήτων ασφάλειας θα μπορούσε επίσης να δώσει ώθηση στην Ελλάδα.
Ενώ το μεσογειακό έθνος έχει προχωρήσει στην αγορά υλικού, σε αντίθεση με την Τουρκία, παράγει πολύ λίγα από αυτά. Ένα μεγάλο μέρος των δαπανών της χώρας έχει δαπανηθεί για το στρατιωτικό προσωπικό και την προμήθεια όπλων από το εξωτερικό, ενώ πολύ λίγα έχουν δαπανηθεί για έρευνα και ανάπτυξη.
Αυτή είναι μια χαμένη ευκαιρία, δήλωσε ο Αφεντούλι, μια ευκαιρία που η Ευρώπη θα πρέπει να αποφύγει να επαναλάβει, καθώς οι χώρες ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη αβεβαιότητα σχετικά με τον ρόλο των ΗΠΑ στην ασφάλεια της Ευρώπης υπό την κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
«Εάν έχετε μια 10ετή αμυντική στρατηγική, θα πρέπει να δημιουργήσετε μια εθνική βιομηχανία με βάση αυτά που έχετε και αυτά που θα χρειαστείτε στο μέλλον», είπε. «Θα μπορούσατε να έχετε ένα οικοσύστημα που θα ενισχύει την ανάπτυξη των εγχώριων εταιρειών», πρόσθεσε. «Δεν μιλάμε για βαριά όπλα ή αεροπλάνα, αλλά ίσως για ανταλλακτικά ή αμυντικό λογισμικό».
Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη αναμένεται να παρουσιάσει την επόμενη αμυντική στρατηγική της στις αρχές του επόμενου μήνα. Θα επικεντρωθεί στη μεγαλύτερη εμπλοκή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας και στην απορρόφηση τοπικών νεοφυών επιχειρήσεων, δήλωσε κυβερνητικός αξιωματούχος.
Η χώρα διαθέτει δύο κύριες αμυντικές εταιρείες: την Ελληνική Βιομηχανία Όπλων (ΕΑΣ), που παράγει διάφορα είδη πυρομαχικών, και την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ), η οποία υποστηρίζει μαχητικά αεροσκάφη και κατασκευάζει εξαρτήματα για αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων των F-16.
Η ΕΑΒ, που εδρεύει στην Τανάγρα δίπλα στην αεροπορική βάση, βρίσκεται στη διαδικασία παραγωγής δικών της drones, καθώς και ενός συστήματος αντι-drone, πρώιμη έκδοση του οποίου χρησιμοποιήθηκε σε ελληνικά πολεμικά πλοία που συμμετείχαν στην πρόσφατη ναυτική αποστολή Aspides της Ε.Ε. στην Ερυθρά Θάλασσα.
«Οι σύγχρονοι πόλεμοι έχουν αποδείξει ότι η ύπαρξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση αξιόπιστων ενόπλων δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου», δήλωσε ο Αλέξανδρος Διακόπουλος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΕΑΒ. «Πρέπει να μπορείς να κατασκευάζεις ορισμένα συστήματα αυτόνομα ώστε να τα υποστηρίζεις χωρίς να εξαρτάσαι από το εξωτερικό». Το μέγεθος των ελληνικών αμυντικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ συγκρίνεται μόνο με αυτό των ΗΠΑ ή χωρών της Ε.Ε. που βρίσκονται στην άμεση γειτονία της Ρωσίας, όπως η Πολωνία ή τα κράτη της Βαλτικής. Η ελληνική προσήλωση στη διατήρηση μιας αποτρεπτικής δύναμης φαίνεται και στο προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων. Περισσότερο από το 1% του πληθυσμού υπηρετεί στις ένοπλες δυνάμεις, σε σύγκριση με 0,6% στην Τουρκία, 0,4% στις ΗΠΑ και 0,2% στη Γερμανία.
Η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1952 μαζί με την πολύ μεγαλύτερη γειτονική της Τουρκία, καθώς η συμμαχία επεδίωκε να ενισχύσει τη νοτιοανατολική πλευρά της Ευρώπης κατά τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Ενώ έφερε δύο παλιούς εχθρούς στο ίδιο στρατόπεδο, περιέπλεξε επίσης την Ελλάδα πιο στενά με τη Δύση. Η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΕ το 1981, πέντε χρόνια πριν από την Ισπανία.
Τα τελευταία πέντε χρόνια, η Ελλάδα αγόρασε μαχητικά αεροσκάφη Rafale και φρεγάτες από τη Γαλλία και έχει επίσης παραγγείλει έως και 40 F-35 από τις ΗΠΑ. Ήρθαν με υποστήριξη ασφαλείας από μεγαλύτερες χώρες.
Η Ελλάδα και η Γαλλία υπέγραψαν αμυντικό σύμφωνο το 2021. Οι ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, διαθέτουν ναυτική βάση στο νησί της Κρήτης και χρησιμοποιούν το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης στη βορειοανατολική γωνία της Ελλάδας για πολυεθνικές ασκήσεις και στρατιωτικές μετακινήσεις.
Οι αμυντικές δαπάνες είναι ένα πολιτικό εργαλείο, σύμφωνα με τον κ. Μπλαβούκο στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εξασφαλίζει «κάποιο είδος πολιτικής προστασίας ή κάποιου είδους ειδική σχέση με τρίτες χώρες, μεγάλες δυνάμεις που έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα και ρόλους στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου», είπε.
Πράγματι, η κλίμακα των δαπανών της Ελλάδας ως ποσοστό της παραγωγής της είναι συγκρίσιμη μόνο με εκείνη των ΗΠΑ ή των χωρών της ΕΕ που βρίσκονται άμεσα στην τροχιά της Ρωσίας, όπως η Πολωνία ή οι χώρες της Βαλτικής.
Η ελληνική εστίαση στη διατήρηση μιας αποτρεπτικής δύναμης είναι επίσης εμφανής στο στρατιωτικό προσωπικό της. Μόλις πάνω από το 1% του πληθυσμού απασχολείται στις δυνάμεις, σε σύγκριση με το 0,6% στην Τουρκία, το 0,4% στις ΗΠΑ και το 0,2% στη Γερμανία.
Ακόμα και στα χρόνια της κρίσης οι όποιες εξοικονομήσεις προήλθαν από την περικοπή του κόστους λειτουργίας, δήλωσε ο Δημήτρης Λιάκος, πρώην υφυπουργός και μέλος της ομάδας που διαπραγματεύτηκε το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας με την ευρωζώνη. «Δεν υπήρξε ποτέ συζήτηση για τη μείωση των προγραμμάτων αμυντικών προμηθειών», είπε. «Αναγνωρίστηκε η μοναδικότητα της Ελλάδας».