Η πολιτική του διαδρομή, οι βαθιές κρίσεις, και το πρόσημο της 8ετίας
Ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδας θρηνεί για τον θάνατο του πρώην πρωθυπουργού και πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Κώστα Σημίτη σε ηλικία 88 ετών, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 07:30 το πρωί της Κυριακής στο Νοσοκομείο Κορίνθου.
Ο Κώστας Σημίτης άφησε ανεξίτηλα γραμμένο το όνομά του στην πολιτική ζωή της χώρας, καθώς κατά την 8ετη παραμονή του στην πρωθυπουργία συνέδεσε το όνομά του με μια σειρά από ιστορικά γεγονότα των οποίων το πρόσημο δεν ήταν πάντα ίδιο.
Ο εκλιπών κατάφερε να διαμορφώσει ουσιαστικά ένα νέο πολιτικό μείγμα γεμάτο αντιφάσεις που στηρίζεται στο νεοφιλελευθερισμό και το σοσιαλισμό. Αντιφάσεις που μέχρι και σήμερα αποτελούν μια βασική πολιτική επιλογή για την κεντρική πολιτική σκηνή του τόπου.
Η διαδρομή του
Γεννημένος στον Πειραιά στις 23 Ιουνίου 1936, ο Σημίτης μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον με έντονη πολιτική παράδοση. Ο πατέρας του, Γεώργιος Σημίτης, ήταν δικηγόρος, καθηγητής στην ΑΣΟΕΕ και ενεργό μέλος της Εθνικής Αντίστασης, ενώ η μητέρα του, Φανή Χριστοπούλου, υπήρξε κορυφαίο στέλεχος γυναικείων οργανώσεων της Αριστεράς. Οι γονείς του συμμετείχαν ενεργά στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι εμπειρίες της οικογένειας επηρέασαν βαθιά τη σκέψη του νεαρού Κώστα Σημίτη.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ στη Δυτική Γερμανία και οικονομικά στο London School of Economics. Μετά την ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής το 1959, ξεκίνησε μια διακεκριμένη ακαδημαϊκή καριέρα, διδάσκοντας στα πανεπιστήμια της Κωνσταντίας και του Γκίσεν στη Γερμανία. Το 1977 εξελέγη καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου συνέβαλε σημαντικά στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
Η πορεία του στο ΠΑΣΟΚ
Η πολιτική καριέρα του Σημίτη αναβαθμίστηκε μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981. Ως υπουργός Γεωργίας (1981-1985), προώθησε την ένταξη της ελληνικής γεωργίας στην ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά οι θέσεις του διαμόρφωσαν και το πρώτο πολιτικό ρήγμα με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν από εκείνη την εποχή την διαχείριση των θεμάτων του πρωτογενούς τομέα επιζήμια για τον αγροτικό κόσμο της χώρας.
Ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας (1985-1987), εφάρμοσε το πρώτο πρόγραμμα σταθεροποίησης, μειώνοντας τον πληθωρισμό και τις δημοσιονομικές ανισορροπίες. Επανήλθε ως υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Εμπορίου (1993-1995), όπου έθεσε τις βάσεις για τη μακροχρόνια ανάπτυξη του τομέα.
Η «εμμονή» του στις μεταρρυθμίσεις συχνά τον έφερε σε αντιπαράθεση με τον Ανδρέα Παπανδρέου, γεγονός που οδήγησε σε προσωρινή απομάκρυνσή του από την κυβέρνηση. Παρά τις διαφορές, η επιμονή του Σημίτη στην οικονομική αναδιάρθρωση κέρδισε την εκτίμηση τόσο εντός όσο και εκτός ΠΑΣΟΚ.
Η επόμενη μέρα μετά τον Ανδρέα
Στις 18 Ιανουαρίου 1996, μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου λόγω υγείας, ο Σημίτης εξελέγη πρωθυπουργός από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Το όραμά του για εκσυγχρονισμό και ευρωπαϊκή σύγκλιση καθόρισε την πολιτική του πορεία. Τον Ιούνιο του 1996, εξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και κέρδισε τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996 και του Απριλίου 2000.
Η κρίση στα Ίμια και το «ευχαριστώ» στις ΗΠΑ
Η κρίση ξεκίνησε όταν η Τουρκία αμφισβήτησε την ελληνική κυριαρχία στις βραχονησίδες Ίμια, γεγονός που οδήγησε σε στρατιωτική κινητοποίηση και από τις δύο πλευρές. Η κατάσταση κορυφώθηκε τη νύχτα της 30ής προς 31η Ιανουαρίου 1996, με την πτώση ελληνικού ελικοπτέρου και τον θάνατο τριών αξιωματικών: του Χριστόδουλου Καραθανάση, του Παναγιώτη Βλαχάκου και του Έκτορα Γιαλοψού.
Η κυβέρνηση Σημίτη επέλεξε μια στρατηγική αποφυγής στρατιωτικής σύγκρουσης, επικεντρωμένη στη διπλωματική διαχείριση της κρίσης. Σε συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και υπό την καθοδήγηση του βοηθού υπουργού Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, η ελληνική πλευρά συμφώνησε να αποσύρει δυνάμεις και σημαίες από τα Ίμια.
Την επόμενη μέρα της κρίσης, ο Κώστας Σημίτης έκανε μια δήλωση στη Βουλή που έμεινε στην ιστορία: “Θέλω να ευχαριστήσω την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών“. Η δήλωση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, με πολλούς να την θεωρούν ένδειξη υποτέλειας.
Η αντιπολίτευση, με επικεφαλής τη Νέα Δημοκρατία, κατηγόρησε την κυβέρνηση Σημίτη για παθητικότητα και αδυναμία να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα.
Η φράση “ήττα χωρίς μάχη” έγινε σύνθημα, ενώ πολλοί πολιτικοί υποστήριξαν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αντιδράσει δυναμικότερα.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι κατηγόρησαν για ενδοτισμό την εξωτερική του πολιτική με αφορμή τα γεγονότα των ιμίων.
Επίσης η στήριξη της εθνικής στρατηγικής στις σχέσεις με την Τουρκία, με άξονα τη συμφωνία του Ελσίνκι, αποτέλεσε για τους πολιτικούς αντιπάλους του Κώστα Σημίτη πεδίο κριτικής επιζήμιο για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου
Αυτή η οικονομική πολιτική επισκιάστηκε εν μέρει από το λεγόμενο «Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου», για το οποίο ο Κ. Σημίτης, μαζί με τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας Γιάννο Παπαντωνίου, κατηγορήθηκαν ότι φέρουν ευθύνες, με το σκεπτικό ότι δηλώσεις τους περί ισχυρής οικονομίας και λαϊκού καπιταλισμού προέτρεψαν τους μικροκαταθέτες να επενδύσουν τα λεφτά τους σε μετοχές του Ελληνικού Χρηματιστηρίου. Σε συνδυασμό με την έλλειψη των σύγχρονων ελεγκτικών μηχανισμών και εν μέσω διαδόσεων και φημών από πολλά ΜΜΕ, που υπηρετούσαν κομματικά ή στενά οικονομικά συμφέροντα, το Χ.Α.Α. οδηγήθηκε σε μια ανεξέλεγκτη άνοδο (φούσκα) στις 6.350 μονάδες με αποτέλεσμα στη συνέχεια να καταρρεύσει και πολλοί μικροεπενδυτές να χάσουν τα λεφτά τους.
Η αντιπολίτευση άσκησε τότε δριμεία κριτική στον κ. Σημίτη, ο οποίος (υπαινισσόμενος την έλλειψη χρηματιστηριακής κουλτούρας και τη βιαστική γοητεία της κερδοσκοπίας) είχε επιρρίψει την ευθύνη επενδυτές λέγοντας “Ας πρόσεχαν”. Υποστηρίχθηκε οτι ο δείκτης μετά την αρχή της πτώσης επιχειρήθηκε να ανέβει τεχνηέντως με μαζικές αγορές με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, μέσω της γνωστής ΔΕΚΑ, κρατικών τραπεζών, αλλά και των ασφαλιστικών ταμείων. Για τη διαχείριση των κεφαλαίων της ΔΕΚΑ αυτό το διάστημα παραπέμφθηκε σε δίκη η τότε διοίκησή της έπειτα από μήνυση του πρώην πρωθυπουργού Μ. Έβερτ. Τελικά η διοίκηση αθωώθηκε.
Η είσοδος της Ελλάδας στην ΟΝΕ
Στις 19 Ιουνίου 2000 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Σάντα Μαρία ντα Φέιρα, αποφασίστηκε η υιοθέτηση του ευρωπαϊκού νομίσματος Ευρώ από την Ελλάδα.
Ο Κώστας Σημίτης, στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του (2000-2003), ήταν και τα πρώτα χρόνια της Ελλάδας στο ευρώ. Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες 11 χώρες.
Τα οφέλη από την ένταξη στο ευρώ έγιναν αισθητά τα πρώτα αυτά χρόνια. Επίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι επενδύσεις για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Η ένταξη στο ευρώ έφερε μαζί με το νέο νόμισμα αυξημένη αξιοπιστία αλλά και σημαντικούς περιορισμούς στη μακροοικονομική πολιτική της χώρας. Η νομισματική πολιτική είναι πλέον αποκλειστική ευθύνη της ΕΚΤ. Η δημοσιονομική πολιτική όφειλε να τηρεί της δεσμεύσεις του Συμφώνου Σταθερότητας για χαμηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και μειούμενο δημόσιο χρέος.
Στα χρόνια της παντοδυναμίας του Κώστα Σημίτη , οι πολιτικοί του αντίπαλοι προσέδιδαν στον εκλιπόντα σήμερα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τα φαινόμενα διαπλοκής, τα οποία είχαν κάνει την εμφάνισή τους στον κεντρικό πολιτικό βίο της χώρας.