Για την Ελλάδα, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι οι εκπομπές ρύπων από ενεργειακή χρήση αντιστοιχούν περίπου στο 68% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου
Το 2005 η Ευρωπαϊκή Ενωση καθιέρωσε για πρώτη φορά παγκοσμίως ένα σύστημα αύξησης του κόστους για τις επιχειρήσεις που εκπέμπουν ρύπους (Emissions Trading System ή ETS) με στόχο την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά, το σύστημα αυτό έχει μια ευρύτερη δυναμική και εξάπλωση σε πολλές χώρες, όπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ σε έκθεσή του (Effective Carbon Rate 2023), η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της διεθνούς συνόδου για το κλίμα (COP28) που πραγματοποιείται στο Ντουμπάι.
Τα ETSs επεκτείνονται σε χώρες όπου είναι ήδη σε ισχύ ώστε να καλύπτουν περισσότερες εκπομπές ρύπων, ενώ καθιερώνονται για πρώτη φορά σε άλλες χώρες. Παράλληλα, οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, οι οποίες προκύπτουν μέσα από τα συστήματα αυτά και καθορίζουν το κόστος για τις επιχειρήσεις που ρυπαίνουν, συνέχισαν στις περισσότερες περιπτώσεις την ανοδική τάση τους μετά το 2021, παρά την ενεργειακή κρίση.
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο ΟΟΣΑ, υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των χωρών τόσο αναφορικά με το εύρος των δραστηριοτήτων, και επομένως του ποσοστού των ρύπων που καλύπτονται από τα παραπάνω συστήματα, όσο και αναφορικά με το ύψος των τιμών και συνεπώς του κόστους για όσες επιχειρήσεις μολύνουν με την παραγωγή τους.
Επιπλέον, η εκτίναξη των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανάγκασε τις χώρες να λάβουν οριζόντια μέτρα στήριξης για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, «τα οποία, σε συνδυασμό με τη μείωση των ονομαστικών φόρων στα καύσιμα και τον άνθρακα, εξασθένισαν το μήνυμα που εκπέμπεται από την επιβάρυνση των εκπομπών άνθρακα (carbon pricing)», αναφέρει ο ΟΟΣΑ.
«Ταυτόχρονα, οι μεσο-μακροπρόθεσμες λύσεις στην κλιματική αλλαγή και τα μελλοντικά ενεργειακά σοκ περιλαμβάνουν τις επενδύσεις σε ενεργειακή αποδοτικότητα και σε ενεργειακές πηγές και τεχνολογίες με χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα», σημειώνει ο Οργανισμός, ενώ κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι εκπομπές ρύπων που δεν προκύπτουν από ενεργειακή χρήση, όπως οι εκπομπές μεθανίου.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ, το 42% των περίπου 40 δισ. τόνων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε 72 χώρες επιβαρύνεται πλέον μέσω του carbon pricing – δηλαδή μέσω των ETS, των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα και της ειδικής φορολογίας στον άνθρακα. Τα ποσοστά κυμαίνονταν από μόλις 4% για τις εκπομπές ρύπων, πέραν του διοξειδίου του άνθρακα, που προκύπτουν από ενεργειακή χρήση έως 93% για τους ρύπους του τομέα μεταφορών. Για περίπου το 16% των αερίων θερμοκηπίου η αντίστοιχη παραγωγή επιβαρυνόταν με κόστος 30 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα και μόλις για το 7% με περισσότερο από 60 ευρώ.
Σύμφωνα με την έκθεση, η επιβάρυνση του κόστους για όσους ρυπαίνουν προκύπτει κυρίως από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης καυσίμων, οι οποίοι καλύπτουν περισσότερες εκπομπές αερίων και έχουν υψηλότερους αναλογικά συντελεστές σε σχέση με την επιβάρυνση από τα ETS -τα οποία αφορούν κυρίως τους κλάδους της βιομηχανίας και ειδικότερα της παραγωγής ενέργειας- ή από τους ειδικούς φόρους για τον άνθρακα που επιβάλλονται βασικά στα κτίρια.
Για την Ελλάδα, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι οι εκπομπές ρύπων από ενεργειακή χρήση αντιστοιχούν περίπου στο 68% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και οι δραστηριότητες που τις προκαλούν επιβαρύνονται με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα ειδικά δικαιώματα εκπομπών ρύπων μέσω του ETS της Ε.Ε.
Η Ελλάδα επιβάρυνε το κόστος για την παραγωγή περίπου του 96% των εκπομπών άνθρακα από ενεργειακή χρήση, με το κόστος να φτάνει για το 44% των εκπομπών σε πάνω από 60 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα.
Το κόστος αυτό αφορούσε κυρίως τον τομέα των μεταφορών, καθώς και τους τομείς της παραγωγής ρεύματος, των κτιρίων και της βιομηχανίας.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr