Αναλυτικά η έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος
NEWSROOM
Με τις γεωπολιτικές και κλιματικές πιέσεις να συνεχίζουν να δημιουργούν ομίχλη αβεβαιότητας στην περιοχή μας, ερωτηματικό αποτελεί πόσο αντέχουν και πώς αντιδρούν οι ΜμΕ σε αυτό το περιβάλλον διαρκών πιέσεων.
Υπό αυτή την οπτική, η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, αξιοποιώντας την τακτική έρευνα πεδίου της, αναδεικνύει την ισχυρή ζήτηση αλλά και την ανθεκτικότητα επενδυτικής διάθεσης που χαρακτηρίζει τις ΜμΕ. Παράλληλα, η συνεχώς βελτιούμενη χρηματοοικονομική υγεία αποτελεί ισχυρό εργαλείο για περαιτέρω υλοποίηση αναπτυξιακής δυναμικής, όταν το επιτρέψει η εξομάλυνση των εξωτερικών συνθηκών.
Ιστορικά υψηλή επίδοση σημείωσε ο Δείκτης Εμπιστοσύνης των ΜμΕ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, φτάνοντας τις 28 μονάδες (έναντι 21 το προηγούμενο εξάμηνο), ξεπερνώντας την μέχρι τώρα καλύτερη επίδοση του δευτέρου εξαμήνου του 2019. Κινητήριος δύναμη πίσω από τη βελτίωση προσδοκιών ήταν κυρίως οι αναμενόμενες συνθήκες μελλοντικής ζήτησης (δεδομένου ότι η τρέχουσα ζήτηση διατηρήθηκε στα ψηλά του προηγούμενου εξαμήνου). Το αναπτυξιακό κλίμα επιβεβαιώνεται από τη στρατηγική στόχευση των επιχειρήσεων, με το ποσοστό του τομέα που έχει επεκτατικά σχέδια να παραμένει στο υψηλό 60% του τομέα, ενώ μόλις 8% του τομέα έχει ζήτημα επιβίωσης (το οποίο αποτελεί ιστορικό χαμηλό).
Παρά τις θετικές προσδοκίες τους όσον αφορά τη ζήτηση, οι ελληνικές επιχειρήσεις αναγνωρίζουν ότι δραστηριοποιούνται σε ένα περιβάλλον έντονων προκλήσεων. Βάσει της έρευνας μας, το τρέχον επίπεδο υψηλής αβεβαιότητας τροφοδοτείται από ένα συνδυασμό παραμέτρων:
Τα υψηλά κόστη ενέργειας και πρώτων υλών επηρεάζουν το 64% και 67% του τομέα αντίστοιχα, καθώς (παρά τον περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων) παραμένουν υψηλότερα από τα προ-κρίσεων επίπεδα του 2019. Επιπλέον, η μείωση των διελεύσεων από το κανάλι του Σουέζ οδηγεί σε καθυστερήσεις ή/και αυξημένα κόστη πρώτων υλών και εμπορευμάτων για άνω του ½ των ΜμΕ.
Συνεχώς ανοδική βαίνει η δυσκολία εύρεσης προσωπικού, με το 55% του τομέα να δηλώνει σημαντική πίεση, έναντι 51% του τομέα το δεύτερο εξάμηνο 2023 (και 46% του τομέα το πρώτο εξάμηνο 2023).
Σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας, οι ελληνικές ΜμΕ φαίνεται να είναι επιφυλακτικές στο να μετουσιώσουν τις θετικές προσδοκίες τους για τη ζήτηση σε ενισχυμένα σχέδια ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που δηλώνουν τη διατήρηση των κεκτημένων ως βασική στρατηγική τους προτεραιότητα είναι της τάξης του 1/3 του τομέα, προσεγγίζοντας το επίπεδο ρεκόρ που είχε στο ζενίθ αβεβαιότητας κατά την εκκίνηση της ουκρανικής κρίσης. Παρά την επιφυλακτική τους στάση ωστόσο, οι ΜμΕ διατηρούν σταθερή στο υγιές επίπεδο του 50% του τομέα την διάθεσή τους για επενδύσεις.
Η αναμενόμενη εξομάλυνση στο εξωτερικό περιβάλλον (χαλάρωση της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής, σταδιακή υποχώρηση των παραπάνω πιέσεων), αναμένεται να πυροδοτήσει την εκκίνηση νέων επενδυτικών σχεδίων. Σε αυτό συνηγορεί επίσης το γεγονός ότι η χρηματοοικονομική υγεία του τομέα παραμένει ιδιαίτερα ανθεκτική, με το ποσοστό των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα ρευστότητας να διατηρείται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα (8-9%).
Σταθερά σε υγιή επίπεδα η επενδυτική διάθεση, εν αναμονή περιορισμού της αβεβαιότητας
Παρά τις θετικές προσδοκίες τους όσον αφορά τη ζήτηση, οι ελληνικές επιχειρήσεις αναγνωρίζουν ότι δραστηριοποιούνται σε ένα περιβάλλον έντονων προκλήσεων. Βάσει της έρευνας μας, το τρέχον επίπεδο υψηλής αβεβαιότητας τροφοδοτείται από ένα συνδυασμό παραμέτρων:
- Τα υψηλά κόστη ενέργειας και πρώτων υλών επηρεάζουν το 64% και 67% του τομέα αντίστοιχα, καθώς (παρά τον περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων) παραμένουν υψηλότερα από τα προ-κρίσεων επίπεδα του 2019. Επιπλέον, η κρίση στη Μέση Ανατολή έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση των διελεύσεων από το κανάλι του Σουέζ (της τάξης του 47%), με αποτέλεσμα άνω του ½ των ΜμΕ να αντιμετωπίζει αυξημένα κόστη και μεγαλύτερους χρόνους διακίνησης πρώτων υλών και εμπορευμάτων.
- Συνεχώς ανοδική βαίνει η δυσκολία εύρεσης προσωπικού, με το 55% του τομέα να δηλώνει σημαντική πίεση, έναντι 51% του τομέα το δεύτερο εξάμηνο 2023 (και 46% του τομέα το πρώτο εξάμηνο 2023).
Σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας, οι ελληνικές ΜμΕ φαίνεται να είναι επιφυλακτικές στο να μετουσιώσουν τις θετικές προσδοκίες τους για τη ζήτηση σε ενισχυμένα σχέδια ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που δηλώνουν τη διατήρηση των κεκτημένων ως βασική στρατηγική τους προτεραιότητα είναι της τάξης του 1/3 του τομέα (32% του τομέα, έναντι 28% το προηγούμενο εξάμηνο), προσεγγίζοντας το επίπεδο ρεκόρ που είχε στο ζενίθ αβεβαιότητας κατά την εκκίνηση της ουκρανικής κρίσης (35% το πρώτο εξάμηνο του 2022).
Παρά την επιφυλακτική τους στάση ωστόσο, οι ΜμΕ διατηρούν σταθερή στο υγιές επίπεδο του 50% του τομέα την διάθεσή τους για επενδύσεις.
Η ακλόνητη χρηματοοικονομική υγεία του τομέα αποτελεί εχέγγυο για περαιτέρω επενδυτική άνοδο
Σταδιακή εξομάλυνση στο εξωτερικό περιβάλλον αναμένεται το επόμενο διάστημα να προκύψει από τον κύκλο χαλάρωσης της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής, ο οποίος σε συνδυασμό με
την σταδιακή υποχώρηση των παραπάνω πιέσεων, αναμένεται να πυροδοτήσει την εκκίνηση νέων επενδυτικών σχεδίων.
Σε αυτό συνηγορεί επίσης το γεγονός ότι η χρηματοοικονομική υγεία του τομέα παραμένει ιδιαίτερα ανθεκτική, με το ποσοστό των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα ρευστότητας να διατηρείται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα (8-9%).
Σημειώνεται, ότι η επαρκής κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών των ελληνικών ΜμΕ αποτυπώνεται και σε πρόσφατη έρευνα της ΕΚΤ (SAFE), όπου δεν παρατηρείται κενό χρηματοδότησης για πρώτη φορά κατά την τελευταία 15ετία.