Πως εξηγούν την στάση της ΕΚΤ τα γερμανικά ΜΜΕ;
«Αισιόδοξοι, αλλά όχι επαρκώς πεπεισμένοι» για τη μείωση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη είναι οι θεματοφύλακες του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, όπως δηλώνει η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ στη Φρανκφούρτη, το μεσημέρι της Πέμπτης. Κι επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, τα επιτόκια παραμένουν αμετάβλητα, σε επίπεδα-ρεκόρ. Το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων (που λαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα για χρήματα που καταθέτουν στην ΕΚΤ) διατηρείται στο 4% και το επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης στο 4,5%.
Είναι η τετάρτη φορά (μετά τον Ιανουάριο, τον Δεκέμβριο και τον Οκτώβριο) που ολοκληρώνεται η συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, χωρίς να μεταβάλλεται το ύψος των επιτοκίων. Σημειωτέον ότι είχαν προηγηθεί δέκα διαδοχικές συνεδριάσεις με συνεχείς αυξήσεις στο κόστος του χρήματος στο όνομα της καταπολέμησης του πληθωρισμού, με αποκορύφωμα τον Σεπτέμβριο του 2023.
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι αναλυτές δεν περίμεναν πλέον κάποια μεταβολή επιτοκίων μέσα στον Μάρτιο. Περίμεναν όμως ένα μήνυμα ή τουλάχιστον μία ένδειξη για το πότε θα τεθεί σοβαρά προς συζήτηση η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Η Κριστίν Λαγκάρντ δηλώνει ότι στη συνεδρίαση της Πέμπτης «δεν συζητήθηκε μία μείωση επιτοκίων», για να συμπληρώσει όμως ευθύς αμέσως ότι «χρειαζόμαστε περισσότερα στοιχεία και περισσότερες αποδείξεις (για την υποχώρηση του πληθωρισμού). Τον Απρίλιο θα γνωρίζουμε λίγα περισσότερα, αλλά τον Ιούνιο θα γνωρίζουμε πολλά περισσότερα».
Αυτή η δήλωση «αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων στην προγραμματισμένη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου στις 6 Ιουνίου» υποστηρίζει ο Νόρμπερτ Γκρέιλ, διευθυντής στρατηγικού σχεδιασμού στην τράπεζα Merck Fink, μιλώντας στο ειδησεογραφικό δίκτυο N-TV. Αναλυτές της Helaba προβλέπουν στην οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt ότι η ΕΚΤ «θα προχωρήσει σε μία πρώτη μείωση επιτοκίων τον Ιούνιο και θα συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο».
Μιλώντας στη γερμανική τηλεόραση (ARD) o Φρίντριχ Χάινεμαν, αναλυτής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (ZEW) στο Μάνχαϊμ της Γερμανίας, υπογραμμίζει ωστόσο ότι βασικό κριτήριο για τα επόμενα βήματα είναι ο «δομικός πληθωρισμός». Στον υπολογισμό του δεν περιλαμβάνονται οι τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, που θεωρούνται ιδιαίτερα ευμετάβλητες λόγω συγκυριακών παραγόντων. Σήμερα ο δομικός πληθωρισμός κυμαίνεται στο 3% και «η υποχώρησή του γύρω στο 2% αποτελεί προϋπόθεση για μία μείωση των επιτοκίων» εκτιμά ο Γερμανός αναλυτής.
Διακηρυγμένος και διαχρονικός στόχος της ΕΚΤ είναι ένας πληθωρισμός γύρω στο 2%. Οι τελευταίες προβλέψεις της Φρανκφούρτης κάνουν λόγο για 2,3% στο τρέχον έτος, με τον στόχο του 2% να εκπληρώνεται το 2025. Ωστόσο, επισημαίνει ο Ρόμπερτ Γκρέιλ, παραμένει ο φόβος για αναζωπύρωση του πληθωρισμού, καθώς «οι αυξήσεις μισθών συνεχίζονται με γοργούς ρυθμούς».
Αναλυτές εκφράζουν φόβους ότι μισθολογικές αυξήσεις άνω του 4% θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα σπιράλ αυξήσεων τιμών και μισθών, που δεν καταπολεμά, αλλά αντιθέτως ανακυκλώνει τις πληθωριστικές πιέσεις. Στη Γερμανία πάντως το σενάριο δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται, αν μη τι άλλο λόγω της ψυχολογίας των καταναλωτών. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ιδιωτικής εταιρείας καταναλωτικών ερευνών GfK, το πραγματικό εισόδημα των Γερμανών αυξάνεται, αλλά την ίδια στιγμή αυξάνεται το ποσοστό αποταμίευσης σε επίπεδα παρόμοια με το 2008, στο ξεκίνημα της ευρω-κρίσης. Και αυτό γιατί οι περισσότεροι διστάζουν να ξοδέψουν χρήματα.
«Η φιλοσοφία του buy now, pay later έχει περάσει», δηλώνει ο Κρις Όλιβερ Σίκενταντς, αναλυτής της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίου Capitell, στην ARD. «Επιπλέον, πολύς κόσμος ανησυχεί μήπως μείνει άνεργος και αυτό προφανώς δεν αποτελεί κίνητρο για μεγαλύτερη κατανάλωση…»
ΠΗΓΗ: DW