Πόσο κερδισμένη ή χαμένη θα βγει η χώρα μας από την παρουσία του Δημοκρατικού Προέδρου στον Λευκό Οίκο;
Σάββας Παυλίδης | 21/01/21
Ουδέποτε ξανά στο παρελθόν η εκλογή Προέδρου στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε απασχολήσει σε τέτοιο βαθμό την Ελλάδα. Ως γεγονός και ως συνθήκη, προφανώς και τραβούσε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, αλλά ως πολιτικό γεγονός υψηλού κύρους και ενδιαφέροντος, και όχι ως μία εξέλιξη που θα εξαρτήσει πλήρως την χώρα μας και το μέλλον της.
Αιτία που η εκλογή του Τζο Μπάιντεν, και κατ’ επέκταση η ήττα του Ντόναλντ Τραμπ, συνδυάστηκαν άρρηκτα με τις ισορροπίες των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, αποτελεί το γεγονός πως κατά την 4ετή παρουσία του Ρεπουμπλικανού Προέδρου διαμορφώθηκε και στον πλέον αδαή η άποψη πως η Άγκυρα εντός της Ουάσινγκτον είχε έναν άκρως ισχυρό σύμμαχο.
Ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο, ο Ντόνλαντ Τραμπ και ο Ταγίπ Ερντογάν είχαν μία σχέση εξαιρετική, με αποτέλεσμα πάμπολλες φορές ο απερχόμενος Πρόεδρος να σηκώνει ασπίδας προστασίας οποτεδήποτε ο πιστός του φίλος ξεπερνούσε τα εσκαμμένα.
Αυτού του είδους η «λυκοφιλία» μεταξύ των, αποτελεί και την βασική αιτία που εντός συνόρων, άπαντες πόνταραν στον Τζο Μπάιντεν, γνωρίζοντας καλά πως η εκλογή του θα αποτελέσει για την Άγκυρα μία ισχυρή «απώλεια».
Ο ίδιος άλλωστε, κατά την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ, είχε αναφερθεί ενδελεχώς στο ζήτημα της Τουρκίας, προβαίνοντας στην πρόταση για ωμή παρέμβαση της Ουάσινγκτον στα εσωτερικά της Τουρκίας, μέσω στήριξης στις δυνάμεις που αντιπολιτεύονται τον Ταγίπ Ερντογάν.
Απόδειξη του γεγονότος πως η εκλογή Μπάιντεν έχει θορυβήσει τον Τούρκο Πρόεδρο, είναι η στάση που τις τελευταίες εβδομάδες διατηρεί, είτε σε σχέση με τις επαφές του την Ευρώπη, είτε ακόμα πιο συγκεκριμένα με την Ελλάδα.
Με τον ερχομό του 2021, ο Ταγίπ Ερντογάν αποφάσισε να αμβλύνει τις κάκιστες σχέσεις του με τον Μανουέλ Μακρόν, ενώ ακριβώς το ίδιο επιδιώκει να πράξει και με τη χώρα μας, ρίχνοντας –φαινομενικά- αρκετό νερό στο κρασί του.
Από εδώ και πέρα, η ελληνική κυβέρνηση από τον Λευκό Οίκο δεν ζητά τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από μία πολιτική «ίσων αποστάσεων». Δεν επιδιώκει εύνοιες, ούτε χαριστικές πολιτικές. Αντιθέτως, αυτό που θέλει είναι η Ουάσινγκτον από εδώ και πέρα να μπορέσει να αποτελέσει ένας δίκαιος, και όχι μεροληπτικός, παρατηρητής των εξελίξεων στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Με τα παρόντα δεδομένα, και κρίνοντας από την στάση που ήδη διατηρεί ο Ταγίπ Ερντογάν, κάτι τέτοιο φαίνεται πως είναι ένας στόχος εφικτός, με αποτέλεσμα να είμαστε σε θέση να πούμε πως η εκλογή του Δημοκρατικού Προέδρου είναι ικανή να επαναπροσδιορίσει από την αρχή τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας από εδώ και πέρα.