7.000 Ελληνίδες και Έλληνες στα ΑΕΙ της Γερμανίας
Με την ευκαιρία της συζήτησης και της πρότασης νόμου που προγραμματίζεται για την μεταρρύθμιση στα ανώτατα ιδρύματα και την επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα, ο Γερμανοελληνικός Επιχειρηματικός Σύνδεσμος DHW ενημερώνει για την κατάσταση στην Γερμανία και πώς βλέπει τις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση στατιστικών τόσο της κρατικής γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας DESTAT όσο και της γερμανικής υπηρεσίας ακαδημαϊκών ανταλλαγών DAAD ο αριθμός των φοιτητών και φοιτητριών με ελληνική υπηκοότητα που σπουδάζουν στην Γερμανία το χρονικό διάστημα 2022/2023 ανέρχεται στους 6.886. Με αυτόν τον αριθμό η Ελλάδα κατέχει την 19η θέση μεταξύ των πρώτων 20 ξένων κρατών. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ινδία με 43.000 φοιτητές, ακολουθούν η Κίνα με 42.000, η Τουρκία με 25.000, η Συρία με 21.000, η Αυστρία με 17.000 και η Ιταλία με 15.000.
Διαχρονικά ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών στην Γερμανία αυξάνει κάθε χρόνο. Ξεκινώντας από το 2008 ο αριθμός τους ήταν κάτι περισσότερο από 5.000. Το 2014 ξεπέρασε τους 7.000 και το 2017 κόντεψε να φθάσει τους 8.000. Από αυτούς το 2017 σχεδόν 600 σπούδαζαν με υποτροφίες του γερμανικού κράτους, ενώ το 2022 ο αριθμός αυτών αυξήθηκε στους περίπου 1500 που σπουδάζουν με υποτροφίες του γερμανικού κράτους και της Ε.Ε. (Εράσμους) στην Γερμανία.
Σύμφωνα με τις στατιστικές οι Έλληνες προτιμούν τις εξείς σχολές/κατευθύνσεις: Νομική (32%), Πολυτεχνείο (27%), Γλωσσολογία, πολιτιστικές και ανθρωπιστικές σπουδές (16%), Μαθηματικά και φυσικές επιστήμες (12%), Ιατρική (6,7%), Τέχνη, Μουσική και Αθλητικές Επιστήμες (4,4%), Κτηνιατρική (1%).
Έρευνα της Γερμανίας αποδεικνύει: το δημόσιο κόστος αποσβένεται αν το 30% των αποφοίτων παραμείνει για πέντε χρόνια στην χώρα
Έρευνα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Παιδείας και της γερμανικής υπηρεσίας ακαδημαϊκών ανταλλαγών DAAD έδειξαν ότι οι αλλοδαποί φοιτητές έχουν θετική επίδραση στα πανεπιστήμια υποδοχής όπως και στις οικονομίες των χωρών υποδοχής, όπως απέδειξε η σύγκριση της έρευνας με την κατάσταση στις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πολωνία, την Ελβετία και την Ισπανία.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι φοιτητές που ήρθαν στη Γερμανία από το εξωτερικό εκείνο το χρονικό διάστημα ξόδεψαν 1,531 δισεκατομμύρια ευρώ για κατανάλωση - το υψηλότερο ποσό σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της μελέτης. Αυτή η καταναλωτική δαπάνη οδήγησε σε φορολογικά έσοδα ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ στους δημόσιους προϋπολογισμούς, τα οποία αντιστοιχούν σε 2.500 ευρώ ανά φοιτητή. Αυτή η προστιθέμενη αξία οδηγεί επίσης σε επιπτώσεις στην απασχόληση που αντιστοιχεί σε 22.000 θέσεις εργασίας.
Υπάρχουν επίσης θετικές οικονομικές επιπτώσεις μετά την αποφοίτηση, οι οποίες είναι σημαντικά υψηλότερες από το κόστος που προκύπτει κατά τη διάρκεια του προγράμματος σπουδών. Το συμπέρασμα είναι ότι οι οικονομικές επιπτώσεις σημαίνουν ότι η προηγούμενη δημόσια δαπάνη για την παροχή θέσεων σπουδών και υποτροφιών έχει ήδη αποσβεστεί, εάν το 30% των αποφοίτων εργάζεται στη Γερμανία για τουλάχιστον πέντε χρόνια.
Η Γερμανία χαίρεται και καλοδέχεται ξένους φοιτητές
Η Γερμανία δέχεται ευχαρίστως ξένους φοιτητές διότι τους θεωρεί άτομα που συμβάλλουν στην ανταλλαγή γνώσεων, ιδεών και εμπειριών. Οι ξένοι φοιτητές αποφέρουν επίσης πολύ απτά οικονομικά οφέλη. Επενδύουν, καταναλώνουν, πληρώνουν φόρους και εξασφαλίζουν θέσεις εργασίας. Η προσέλκυση φοιτητών από όλο τον κόσμο στη Γερμανία και η διατήρησή τους εδώ μετά την αποφοίτησή τους απαιτεί επενδύσεις στα πανεπιστήμιά που αποδίδουν γρήγορα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα ομόσπονδα κρατίδια και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχουν θέσει ως στόχο την περαιτέρω αύξηση του αριθμού τους.
Ένα άλλο βασικό επιχείρημα είναι ότι η επένδυση σε λαμπρά μυαλά από όλο τον κόσμο αποδίδει ανεξάρτητα από το αν οι ξένοι φοιτητές θα παραμείνουν στη χώρα όπου σπουδάζουν ή θα επιστρέψουν στις χώρες καταγωγής τους. Επίσης η κινητικότητα έχει θετικά αποτελέσματα: Οι επιστρέφοντες είναι διαθέσιμοι στη χώρα τους με αυξημένη τεχνογνωσία και λειτουργούν ως φίλοι και πρεσβευτές της Γερμανίας. Όσοι μένουν αποτελούν μια αμοιβαία επωφελής γέφυρα για το εμπόριο και τις πολιτιστικές ανταλλαγές με την χώρα προέλευσής τους. Όσοι μείνουν και λόγω των σπουδών τους θα κατέχουν άπταιστα την γλώσσα και θα είναι πλέον πλήρως ενσωματωμένοι.
Η Γερμανία στην τρίτη θέση παγκοσμίως μεταξύ των πλέον δημοφιλών χωρών
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του DAAD για το 2023 η Γερμανία έχει ενταχθεί στις τρεις πιο περιζήτητες χώρες για σπουδές στον κόσμο. Μόνο τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου προσελκύουν περισσότερους διεθνείς υποψήφιους διδάκτορες και φοιτητές. Αυτό είναι μια μεγάλη ευκαιρία, καθώς οι διεθνείς φοιτητές είναι μετανάστες με υψηλά προσόντα και συχνά ενδιαφέρονται πολύ να εργαστούν στη Γερμανία για κάποιο χρονικό διάστημα ή μόνιμα μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους.
Η Γερμανία παράδειγμα προς μίμηση για την Ελλάδα;
Έχοντας κατά νου ότι οι σπουδές στην Γερμανία είναι δωρεάν στο 95% των δημοσίων πανεπιστημίων και οι φοιτητές πληρώνουν μόνον τέλη εγγραφής κάθε εξάμηνο στο οποίο όμως σε πολλές πόλεις εμπεριέχει και εισιτήριο για τα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς και πέραν αυτών ο κάθε φοιτητής πρέπει να έχει ιατρική ασφάλιση, αναρωτιέται κανείς πώς η μεταρρύθμιση στην παιδεία που προετοιμάζει η κυβέρνηση θα επιδράσει στην καλλιτέρευση και αναβάθμιση παγκοσμίως των ελληνικών ανωτάτων ιδρυμάτων;
Κατά την άποψή μας, στην καλλιτέρευση των ελληνικών δημοσίων πανεπιστημίων η μεταρρίθμυση μπορεί να δράσει μόνον ανταγωνιστικά και όσον αυτό είναι δυνατό μέσα από την κρατική χρηματοδότηση. Για να φτάσει όμως το λειτουργικό και οργανωτικό επίπεδο των πανεπιστημίων της Γερμανίας θα πρέπει να αλλαχθούν ριζικά οι τρόποι διοίκησης των πανεπιστημίων, η κτηριακή τους συγκρότηση έτσι ώστε η αστυνομική τους φύλαξη και προστασία να είναι ανά πάσαν στιγμή εφικτή (να φύγουν δηλ. από το κέντρο της Αθήνας και να δημιουργηθούν πανεπιστημιακά πάρκα μαζί με φιλικές φοιτητικές κατοικίες που θα παρέχουν όλες τις διευκολύνσεις στην πράσινη περιφέρεια), να πάψει ο αντισυναδελφικός και αντιπαραγωγικός ανεξέλλεγκτος πολιτικός συνδικαλισμός φοιτητών και διδακτικού προσωπικού, να λειτουργήσει η αξιακή πρόσληψη διδακτικού προσωπικού σε όλα τα επίπεδα και να πάψει η οικογενειοκρατία που ταλανίζει εδώ και χρόνια ορισμένες σχολές, να νομοθετηθεί η δυνατότητα αποδοχής δωρεών/χορηγιών και ίδρυσης εδρών από φορείς/ιδρύματα/επιχειρήσεις, να θεσμοθετηθεί η συνεργασία ΑΕΙ και επιχειρήσεων για την προώθηση της έρευνας, της καινοτομίας και των νεοφυών επιχειρήσεων, να δοθεί η δυνατότητα στα ΑΕΙ να λειτουργήσουν αγγλόφωνα τμήματα ώστε να διεθνοποιηθούν και προσελκύσουν ξένους φοιτητές, κ.α.π.
Κοτσαμπόπουλος (Πρόεδρος DHW): Σωστός ο συνδυασμός ενίσχυσης της ανωτάτης παιδείας και της επαγγελματικής κατάρτισης
Σε περιόδους αυξανόμενης έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, καθήκον του κράτους είναι να κάνει περισσότερα στην παιδεία, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία για να πείσει αυτούς τους νέους και ταλαντούχους ανθρώπους να έρθουν μελλοντικά στην Ελλάδα και να παραμείνουν και όσους Έλληνες σκοπεύουν να φύγουν για το εξωτερικό να μείνουν στην χώρα τους. «Για τον σκοπό αυτό, η προγραμματισμένη μεταρρύθμιση μπορεί να λειτουργήσει θετικά όσον αφορά την προσέλκυση ξένων φοιτητών που θέλουν να φοιτήσουν και συγχρόνως να περάσουν καλά σε μια ηλιόλουστη ευρωπαϊκή χώρα με πλούσια φοιτητική ζωή. Μπορεί επίσης να λειτουργήσει ευεργετικά για πολλές ελληνικές οικογένειες που έτσι θα γλιτώσουν από τα μεγάλα έξοδα διαβίωσης των παιδιών τους στο εξωτερικό» δηλώνει ο Πρόεδρος του DHW, Φαίδων Κοτσαμπόπουλος.
Όσον αφορά όμως την αυξανόμενη έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, ο Πρόεδρος του DHW συνεχίζει, «η προγραμματισμένη μεταρρύθμιση δεν πρέπει να συνεχίσει να διευκολύνει τους νέους να ακολουθήσουν ακαδημαϊκή καριέρα και να τους απομακρύνει από την επαγγελματική εξειδίκευση και κατάρτιση που έχει τόσο ανάγκη ο τόπος. Γι αυτό η προγραμματισμένη μεταρρύθμιση στα ανώτατα ιδρύματα σε συνδυασμό με τις αλλαγές στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση με βασικότερη τη διασύνδεση των δομών με την αγορά εργασίας είναι σωστή και αποδεικνύει την σοβαρότητα και την υπευθυνότητα με την οποία η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το θέμα έχοντας πάντα σαν στόχο την σωστή εξέλιξη των νέων, την ενδυνάμωση της οικονομίας και της αγοράς εργασίας, την αναβάθμιση των ΑΕΙ και τέλος την γενική ευημερία της χώρας».