Τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας είναι πολλά, από τις ετοιμόρροπες υποδομές έως την έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων
Πριν από σχεδόν 25 χρόνια το βρετανικό περιοδικό "The Economist" αποκαλούσε τη Γερμανία «ασθενή της Ευρώπης» λόγω της οικονομικής της αδυναμίας και της έλλειψης καινοτομίας. Πρόσφατα το "Economist" διερωτήθηκε εκ νέου, εάν η γερμανική οικονομία παρουσιάζει και πάλι συμπτώματα «ασθενούς». Ο Κάρστεν Λίνεμαν, γενικός γραμματέας του αντιπολιτευόμενου χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU), θεωρεί μάλιστα τη Γερμανία ως τον «ασθενή της υφηλίου». Ποια ακριβώς είναι τα προβλήματα;
Ολόκληρα τμήματα αυτοκινητοδρόμων παραμένουν κλειστά για χρόνια λόγω ετοιμόρροπων γεφυρών. Πολλά ταξίδια με τρένο μετατρέπονται σε οδύσσεια λόγω των αλλεπάλληλων καθυστερήσεων και ακυρώσεων. Οι υποδομές της Γερμανίας είναι σε άσχημη κατάσταση. Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι δρόμοι και οι σιδηροδρομικές ράγες δεν συντηρούνται, φθείρονται και κάποια στιγμή αχρηστεύονται εντελώς.
Ενώ η Γερμανία θα μπορούσε σχετικά εύκολα να υποστηρίξει οικονομικά πολλές επενδύσεις κατά τα χρόνια της οικονομικής άνθησης- στο παρελθόν δηλαδή- με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, οι συνθήκες για τη βελτίωση των υποδομών που πρέπει τώρα να γίνουν είναι πολύ δυσκολότερες. Διότι η οικονομία είναι στάσιμη, ο υψηλός πληθωρισμός εκτινάσσει το κόστος κατασκευής στα ύψη και το δημόσιο χρέος είναι τεράστιο. Ωστόσο, ο εκσυγχρονισμός των υποδομών είναι αναπόφευκτος, ως απαραίτητη προϋπόθεση για μια ακμάζουσα οικονομία.
Όσον αφορά τις ενεργειακές ανάγκες, στόχος της γερμανικής κυβέρνησης είναι η κάλυψη αυτών σχεδόν εξ ολοκλήρου από ανανεώσιμες πηγές, όπως ο άνεμος και ο ήλιος. Η παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας έχει επεκταθεί μαζικά εδώ και χρόνια. Ταυτοχρόνως οι σταθμοί παραγωγής με φυσικό αέριο από τη Ρωσία αντικαθιστούσαν προσωρινά τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα, προκειμένου να αντισταθμίσουν τις περιόδους δίχως άνεμο και ήλιο. Όμως ο πόλεμος στην Ουκρανία τα ανέτρεψε όλα. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προσπαθεί πυρετωδώς να καλύψει το κενό με υγροποιημένο αέριο από άλλες χώρες, μία προσπάθεια που στέφθηκε μερικώς με επιτυχία, επέφερε όμως ένα πολύ υψηλό κόστος.
Παρόμοιες δυσχέρειες υπάρχουν και στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας: η κυβέρνηση βασίζεται εξ ολοκλήρου στην ηλεκτροκίνηση αντί για τους κινητήρες εσωτερικής καύσης και στις ηλεκτρικές αντλίες θερμότητας αντί για θέρμανση με φυσικό αέριο και πετρέλαιο, δύο συνθήκες που αυξάνουν την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση έκλεισε την περασμένη άνοιξη τους τρεις τελευταίους πυρηνικούς σταθμούς που εξακολουθούσαν να λειτουργούν άψογα. Ως αποτέλεσμα, η ενέργεια είναι σήμερα σημαντικά ακριβότερη στη Γερμανία από ό,τι στις γειτονικές χώρες και οι εταιρείες απειλούν να μεταφερθούν στο εξωτερικό. Μέχρι στιγμής ο καγκελάριος Σολτς έχει απορρίψει την επιδότηση της βιομηχανίας για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της ως υπερβολικά κοστοβόρα. Την ίδια στιγμή η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας συνεχίζεται, όμως η αντίσταση στο εγχείρημα είναι ολοένα και μεγαλύτερη.
Σχεδόν όλοι οι τομείς στη Γερμανία παραπονιούνται για έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων. Είτε πρόκειται για την κομμωτική, είτε για την ιατρική και τη νοσηλευτική, παντού υπάρχει έλλειψη, συνθήκη που επιδεινώνεται και λόγω της δημογραφικής αλλαγής.
Η γερμανική κυβέρνηση επικεντρώνεται σε τρεις λύσεις: Όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι, ιδίως οι γυναίκες που έχουν εργαστεί στο παρελθόν με μερική απασχόληση, θα πρέπει να εργάζονται με πλήρη απασχόληση. Επιπλέον, η ηλικία συνταξιοδότησης σταδιακά θα αυξηθεί. Τέλος, στόχος είναι η πρόσληψη αλλοδαπών ειδικευμένων εργαζόμενων. Ωστόσο πολλοί εργαζόμενοι με προσόντα αποφεύγουν τη Γερμανία, λόγω της υψηλής φορολογίας, των γλωσσικών φραγμών και της υπερβολικής γραφειοκρατίας.
Έτσι ερχόμαστε στο επόμενο πρόβλημα. Σχεδόν κάθε ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπόσχεται να μειώσει τη γραφειοκρατία, να απλοποιήσει τη διοίκηση και να καταργήσει περιττούς νόμους. Όμως αποτυγχάνει. Επιπλέον, συνεχώς προστίθενται νέα κανονιστικά πλαίσια, όπως το πλαίσιο για την προστασία του κλίματος που θέσπισε η σημερινή κυβέρνηση, με τον κατασκευαστικό κλάδο να διαμαρτύρεται ότι οι ενεργειακές προδιαγραφές για τα κτίρια έχουν γίνει υπερβολικά αυστηρές.
Ένα άλλο εμπόδιο για τη μείωση της γραφειοκρατίας είναι η έντονη απαίτηση για δικαιοσύνη. Η φορολογική νομοθεσία στη Γερμανία, για παράδειγμα, είναι ιδιαιτέρως περίπλοκη, επειδή οι πολιτικοί θέλουν η φορολογία να είναι όσο το δυνατόν πιο δίκαιη, λαμβάνοντας υπόψη όσο το δυνατόν περισσότερες ειδικές περιπτώσεις. Πρόκειται για μια σύγκρουση στόχων, όπου πρέπει να ληφθεί μια απόφαση: είτε να προτιμηθεί ένα απλούστερο σύστημα με ανοχή σε ορισμένες αδικίες, είτε ένα σύστημα που επιδιώκει τη δικαιοσύνη, αλλά μέσα στη σύγχυση των κανονισμών θα εξακολουθεί να ευνοεί τους πλούσιους με τους καταρτισμένους φορολογικούς συμβούλους.
Η Γερμανία θεωρείται αναπτυσσόμενη χώρα όσον αφορά την ψηφιοποίηση, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση από το τέλος μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ στην επέκταση του δικτύου οπτικών ινών. Προβλήματα υφίστανται επίσης στη διοίκηση. Για παράδειγμα, για να αλλάξει κανείς τη διεύθυνσή του ή για να δηλώσει ένα αυτοκίνητο στη Γερμανία, πρέπει να πάρει άδεια από τη δουλειά του, ώστε να παρασταθεί αυτοπροσώπως στην αρμόδια υπηρεσία. Τα ζητήματα ψηφιοποίησης έχουν αναγνωριστεί και αντιμετωπίζονται, όμως αυτό συμβαίνει με μεγάλη καθυστέρηση συγκριτικά με άλλες χώρες.
Ένα πρόβλημα εντελώς διαφορετικού είδους είναι η φθίνουσα εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς και τη Δημοκρατία. Σε έρευνα της Forsa για λογαριασμό της Γερμανικής Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων, μόνο το 27% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι το κράτος είναι σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντά του.
Αντιστοίχως, σε μελέτη του πολιτικού ιδρύματος Konrad Adenauer, που πρόσκειται στο CDU, διαπιστώθηκε μείωση της ικανοποίησης των πολιτών από τη Δημοκρατία στη Γερμανία κατά 14%, δηλαδή από το 52% στο 38%. Αυτό σημαίνει ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών έχει κλονιστεί σοβαρά, ιδίως μεταξύ μεγάλων ομάδων του πληθυσμού που υποστήριζαν μέχρι σήμερα το πολιτικό σύστημα. Όχι όσον αφορά τη Δημοκρατία ως μορφή διακυβέρνησης, αλλά στον τρόπο με τον οποίο τη βιώνουν οι πολίτες. Πρόκειται για ένα σήμα συναγερμού για τη γερμανική πολιτική.
ΠΗΓΗ: DW / ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΣΣΑΣ