Έρωτας , βιβλίο, δημοσιογραφία και σύγχρονα Πολυτεχνεία στα χρόνια της πανδημίας
Σοφία Κουμαριανού | 22/05/20
Είμαι η Σοφία. Είμαι τριάντα δύο χρόνων και μέχρι πριν δύο μήνες δεν μπορούσα να φανταστώ την εξάπλωση και την κατάληξη μιας πανδημίας. Μέχρι την ημέρα που ξεκίνησε η καραντίνα, η δουλειά μου, η σκέψη, η ανησυχία μου και η έξοδος μου γινόταν χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα και προβληματισμό. Αντιλήφθηκα τι συνέβαινε όταν έμεινα μόνη. Δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι, δεν μπορούσα να δω τους φίλους μου, δεν μπορούσα να γελάσω, να πιω, να κυκλοφορήσω. Όλα αυτά που μέχρι χθες ήταν δεδομένα, περιορίστηκαν μέσα σε έναν φράχτη φτιαγμένο από φόβο, άγνοια και άγχος που σε κυριεύει όταν κάτι πρώτον δεν το έχεις ξαναζήσει και δεύτερον όταν δεν ξέρεις πώς να το να αντιμετωπίσεις.
Η Δευτέρα της πανδημίας, έγινε Τρίτη της καραντίνας, Τετάρτη του εγκλεισμού, Πέμπτη του φόβου, Παρασκευή της άγνοιας, Σάββατο του φόβου, Κυριακή της επανάληψης και πάλι από την αρχή, ώσπου οι μέρες έπαψαν να έχουν σημασία. Τότε, σκέφτηκα ακριβώς όπως και οι φυλακισμένοι: όταν η ελευθερία περιορίζεται, η φαντασία βγάζει φτερά, καβαλάει ένα βιβλίο και μαζί ανοίγουν τις πόρτες του μυαλού. Στις πρώτες σελίδες του πρώτου τυχαίου βιβλίου, συνειδητοποίησα την φρικτή τροπή της σύγχρονης κοινωνίας και τις επιφανειακές μας σχέσεις. Συνειδητοποίησα πως τόσο καιρό, εγώ μαζί με άλλους ανθρώπους που ήμασταν ελεύθεροι να κάτσουμε χωρίς φόβο ο ένας δίπλα στον άλλον, όταν το κάναμε, οι συζητήσεις μας σβούριζαν γύρω από θέματα οικονομικά, υλικά, παρεξηγήσεις, προσβολές, διάφορες μορφές ανταγωνισμού και προβολής. Συνειδητοποίησα πως τόσο καιρό είχαμε την δυνατότητα να μιλήσουμε για έρωτα, για ιδέες, να πιαστούμε χέρι-χέρι, να περπατήσουμε ο ένας δίπλα στον άλλον, αλλά τα θυμηθήκαμε όλα όταν μάς τα στέρησαν με την εμφάνιση της πανδημίας.
Αναρωτήθηκα άπειρες φορές πόσες φορές έχουμε μιλήσει ειλικρινά, πόσες φορές έχουμε καταπιεί προσβολές και πόσες φορές δεν περάσαμε καλά στην ζωή μας γιατί μπλέξαμε σε σχέσεις συμφέροντος και όχι έρωτα. Αναρωτήθηκα πώς θα είναι ο έρωτας από εδώ και πέρα τώρα που η πανδημία ήρθε για να μείνει. Και εκεί, ανάμεσα σε όλες αυτές τις σκέψεις, είδα την σημασία της λογοτεχνίας. Θα μου πείτε ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας και της πληροφόρησης. Μαλθακός αυτός που εμμένει και επιμένει στις αρχέγονες πια λατρείες του βιβλίου, της εγκυκλοπαίδειας, του λεξικού. Ό,τι θέλουμε το βρίσκουμε online. Βρίσκουμε όμως και διαδικτυακά την κριτική σκέψη, την διεύρυνση του νου, τελικά αυτό που έχει ανάγκη και σημασία για τον Νεοέλληνα;
Ο έρωτας υμνείται στην λογοτεχνία. Η λογοτεχνία είναι η τέχνη της ελευθερίας. Ποίηση, διήγημα, πεζό, αφηρημένη ή αυτοματοποιημένη γραφή, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η ‘δουλειά’ που πραγματοποιείται μέσα από αυτή στον νου και χαράζεται στην ψυχή. Και μετά την σκέψη, όπως συμβαίνει συχνά ήρθε ο προβληματισμός. Ποιός ο ρόλος της δημοσιογραφίας στις μέρες μας;
Βόλτα με μήνυμα μπροστά από το Πολυτεχνείο. Σκοπός αποτυπωμένος σε μήνυμα: άθληση. Και τότε ο προβληματισμός ακολουθεί. Πόσοι από εμάς άραγε γνωρίζουμε τι έγινε μέσα στο Πολυτεχνείο; Πόσοι από εμάς ασχοληθήκαμε εχθές με την αλήθεια, την ιστορία, το βάθος της αγαλματένιας κεφαλής που κείτεται χρόνια τώρα στην πύλη της Πατησίων και ραίνουμε με γαρύφαλλα;
Δυστυχώς όχι πολλοί. Όχι λίγοι, αλλά ούτε και όλοι. Τα αγωνιστικώς γελαστά μέχρι το τέλος παιδιά ταμπουρώθηκαν όχι και πολλά χρόνια πριν, πίσω από μια καγκελόπορτα φωνάζοντας συνθήματα που πια οι γονείς των περισσότερων από εμάς ψελλίζουν στον καναπέ του σαλονιού- κάθε χρόνο τέτοια μέρα της επετείου- βλέποντας ειδήσεις των οχτώ. Και καλά κάνουν και τα θυμούνται και καλά έκαναν και ήταν εκεί πρωταγωνιστές μίας κατάστασης που άλλαξε την χώρα ριζικά. Το θέμα όμως που γεννάται είναι ότι δυστυχώς, η γενιά των εξηντάρηδων πια, είναι οι μόνοι που κάποτε είχαν οράματα και ιδανικά.
Εμείς όμως, η γενιά των τριαντάρηδων, τα νιώθουμε όλα αυτά; Ή απλά ταμπουρωνόμαστε κάθε χρόνο τέτοια μέρα στην ασφάλεια του σπιτιού μας περιμένοντας την κλασική αμαύρωση της επετείου των ιερών αγώνων και κινημάτων από τους γνωστούς πέντε -δέκα που πια τα στενά των Εξαρχείων έχουν βαρεθεί να φιλοξενούν; Ασχολούμαστε άραγε όσο πρέπει με την αρχή και την περικλείουσα αλήθεια του συμβάντος- του κάθε συμβάντος- ή τα μάτια μας κολλάνε κάθε χρόνο σε άλλες ειδήσεις;
Θα μπορούσα να γράφω για μέρες. Το ζητούμενο δεν είναι αυτό. Τα ζητούμενο είναι οι πραγματικές σύγχρονες πληγές αυτής της άλλοτε ξεχωριστής χώρας. Παιδιά που πεθαίνουν σε μοντέρνα γκέτο, νέοι που δεν κάνουν οικογένειες μην έχοντας δουλειά, συνταξιούχοι που αντί να συλλέγουν τους καρπούς των παραγωγικά επαγγελματικών ενεργών τους χρόνων, ζητιανεύουν και άρρωστοι που ταλαιπωρούνται στις ουρές για χημειοθεραπείες. Και ο ιός ήρθε για να μας τα θυμίσει. Όλα αυτά τα σύγχρονα Πολυτεχνεία.
Αυτά είναι τα προβλήματα. Και αυτά δεν λύνονται με τις πολιτικές παρατάξεις και πολιτικές αναλύσεις. Αυτά λύνονται με την παιδεία και την εκπαίδευση. Ο νους έτσι μαθαίνει να εστιάζει στα σημαντικά. Με την μελέτη και την συζήτηση, με το ξεφύλλισμα ενός βιβλίου, με την ανάγνωση ενός ποιήματος ή με το άκουσμα ενός συναφούς με το γεγονός τραγουδιού.
Αυτό πρέπει να προωθηθεί και να γιγαντωθεί μέσα από την θλιβερή δοκιμασία της πανδημίας. Να προωθηθεί η ανάγνωση και η καλλιέργεια του νου με την δύναμη που υπάρχει πίσω από την εφημερίδα, το μπλόγκ, την κάμερα ή το ραδιόφωνο. Και τότε ναι, με τον καιρό, με την μελέτη θα έρθει ώριμα πια και η διαμόρφωση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης του καθένα μας, η τοποθέτησή μας και η ώριμη σκέψη, όπως με τη σειρά της και η φιλοπατρία μας και όχι ο κούφιος φανατισμός και εθνικισμός μας.
“Ετούτος ο λαός δεν γονατίζει παρά μονάχα στους νεκρούς του” , μπροστά στον τότε και στον τώρα κίνδυνο. Αρκεί ετούτος ο λαός να ξέρει ποιός σκότωσε τους νεκρούς του, κάτω από ποιές συνθήκες και τότε να τους τιμά πραγματικά, όχι με αναρτήσεις και με δακρυγόνα, αλλά με αλήθειες μυσταγωγικές, ταπεινές και τελετές όμορφες και λεβέντικες όπως ήμασταν άλλωστε πάντα: Μικροί σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά πάντα λεβέντες. Και τότε η Σοφία θα γίνει Κατερίνα, Μαρία, Χριστίνα, Αλεξάνδρα, Νίκος, Γιώργος, Αντώνης, Κώστας, Ιβάν, Ιμπραήμ. Και τότε μόνον -και μόνον τότε- θα είμαστε έτοιμοι για ‘κάθε πανδημία’.