Όντας στην σημερινή Ελλάδα και όντας φοιτήτρια, οι ανησυχίες και οι ανασφάλειες προς την εξέλιξη της εγχώριας οικονομίας αλλά και προς την πιθανή (ή μάλλον απίθανη) εργασιακή απορρόφηση σε οποιαδήποτε τομέα αποτελούν στοιχείο της καθημερινότητας και με βυθίζουν σε σκέψεις.
Αναστασία Σαΐτα | 09/12/19 - 16.00
Ειδικότερα, ποιό είναι το μεγαλύτερο σφάλμα της έως τώρα τακτικής της κοινωνίας μας; Αρχικά, ένα από τα πιο σύνηθες φαινόμενα που παρατηρούμε ανάμεσα στους πτυχιούχους πενταετών σχολών είναι η καταστάλαξη σε θέσεις εργασίας με τον ελάχιστο μισθό, το οποίο δικαιολογείται από το γεγονός ότι εργάζονται βασιζόμενοι στις γνώσεις που απέκτησαν τα πρώτα 3 έτη. Με άλλα λόγια, καθώς δεν αξιοποιούνται οι απαιτητικές γνώσεις των τελευταίων 2 ετών, οι νέοι δεν αποζημιώνονται για τον κόπο τους. Ειδικότερα σε άλλες χώρες όπου επικρατεί το σύστημα 3 ετίας για πτυχίο bachelor και μετέπειτα διετίας για πτυχίο master, ο νέος εργάζεται και πληρώνεται για τις γνώσεις που διαθέτει και όχι για οτιδήποτε λιγότερο.
Το ζήτημα όμως αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο ένας τυπικός διαχωρισμός στον τίτλο των σπουδών. Το βασικό ερώτημα είναι εάν υπάρχουν οι θέσεις εργασίας. Παράγουμε επιστήμονες γιατί τους χρειαζόμαστε, ως κράτος και επειδή διαθέτουμε τους κατάλληλους χώρους και τις αντίστοιχες υποδομές για να στηρίξουμε το έργο τους ή μήπως αυτά τα λαμπρά μυαλά, βρίσκουν στέγαση σε χώρες με μεγαλύτερη οικονομικη ευχέρεια; Θα έπρεπε να προσανατολίσουμε τους νέους στους τομείς με την καλύτερη δυνατή εργασιακή απορρόφηση και να απογυμνώσουμε τις σχολές από τα στίγματα των μορίων των πανελλαδικών εξετάσεων. Επίσης καλό θα ήταν να κατακερματιστεί η εργασία στις αντίστοιχες σπουδές. Για παράδειγμα να υπάρχει ευδιάκριτα η ζήτηση προς τους απόφοιτους μηχανικών σχεδίασης προϊόντων και να μην καλύπτονται οι θέσεις από άλλους Μηχανικούς που πιθανόν να γνωρίζουν και αυτό μεταξύ άλλων, ενώ παράλληλα οι σχολές να βρίσκονται σε επικοινωνία με τις αντίστοιχες πηγές θέσεων εργασίας ώστε ο απόφοιτος να γνωρίζει ότι το μέλλον του είναι στην χώρα του. Επιπρόσθετα, με στόχο την οικονομική ανέλιξη, το κράτος πρέπει να έχει εργαζόμενους, ικανούς να πληρώνουν φόρους και έτσι να δημιουργείται μια φυσική ροή στην εγχώρια οικονομία.
Οι εργαζόμενοι αυτοί πρέπει να ξεπερνούν τους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς οι δημόσιοι υπάλληλοι ζουν από το κράτος που λαμβάνει φόρους και αν ίσχυε η αντιστροφη αναλογία θα οδηγούμασταν σε έναν ατελέσφορο φαύλο κύκλο. Επομένως, χρειαζόμαστε θέσεις εργασίας ανεξάρτητες από το κράτος, και ικανοποιημένους εργαζόμενους με διάθεση να στηρίξουν το κράτος πληρώνοντας φόρους. Η διάθεση αυτή, των εργαζομένων, βρίσκεται στην προαναφερόμενη επαρκή αξιοποίηση των γνώσεων κατά την εργασία και στην ευκολία εργασιαξής απορρόφησης μετά την φοίτηση. Τις θέσεις εργασίας θα τις αναζητήσουμε στις ελληνικές εταιρείες, στους ελεύθερους επαγγελματίες, στις οικογενειακές επιχειρήσεις. Οι οποίες όμως αγνοούνται. Οι νεοι ανθρωποι και οι επιχειρήσεις έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο κράτος λόγω ενεργειών που τους οδήγησαν στην χρεοκοπία μέσα στα χρόνια.
Όταν το κράτος στήριξει τους ελεύθερους επαγγελματίες, τις ελληνικές επιχειρήσεις και αξιοποίησει την ελληνική παραγωγή (π.χ. μέσω διαφορετικής φορολόγησης, δωρεά στεγασης σε ελληνικές επιχειρήσεις στην γραμμή παραγωγής με εγγυημένο τζύρο και άμεση διασύνδεση με οικονομολόγους και επιστήμονες που εγγυόνται με την καθοδήγηση τους την ανέλιξη της επιχείρησης) τότε θα δημιουργηθεί σταδιακά μια ελληνική δύναμη στην αγορά. Με την αποδυναμωμενη ελληνική παραγωγή, και αγορά και με την ώθηση των νέων σε πολυετή φοίτηση, που το κράτος δεν μπορει να στηρίξει με την διάθεση των ανάλογων θέσεων εργασίας, το ίδιο το κράτος παράγει ανεργία.