Πώς, όμως, έγινε το χτύπημα της «17Ν», με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί τόσο άδικα ο νεαρός φοιτητής;
Τριάντα χρόνια (14 Ιουλίου 1992) πέρασαν από την ημέρα της δολοφονίας του νεαρού φοιτητή, για την οποία μέλη της «17Ν» έκαναν λόγο για «παράπλευρη απώλεια» και μάλιστα, όπως αποκάλυψαν, βιαζόντουσαν για την επίθεση επειδή «κάποιοι ήθελαν να πάνε διακοπές».
Μια δολοφονία που συγκλόνισε το Πανελλήνιο και έφερε την τρομοκρατική οργάνωση αντιμέτωπη με τη λαϊκή κατακραυγή.
«Πριν από πενήντα χρόνια με έφεραν στον κόσμο δύο άνθρωποι που αγαπούσαν τη ζωή. Πριν από τριάντα χρόνια μου στέρησαν τη ζωή άνθρωποι που τη μισούσαν. Σήμερα, όμως ζω μόνο στις καρδιές όσων θυμούνται και αγαπούν», είναι τα λόγια που συνοδεύουν μαζί με μια φωτογραφία του Θάνου Αξαρλιάν την αγγελία για το σημερινό μνημόσυνό του.
Πώς, όμως, έγινε το χτύπημα της «17Ν», με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί τόσο άδικα ο νεαρός φοιτητής;
Το μεσημέρι της 14ης Ιουλίου του 1992 ο Γιάννης Παλαιοκρασσάς επιβιβάστηκε στη Mercedes και έφυγε από το υπουργείο στην οδό Καραγεώργη Σερβίας. Στη διασταύρωση με την οδό Βουλής το αυτοκίνητο παίρνει την κλειστή στροφή και αμέσως ακούγεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Πυκνοί καπνοί σκεπάζουν την ατμόσφαιρα, ουρλιαχτά, κλάματα ακούγονται. Ο τότε υπουργός Οικονομικών που σώθηκε από τύχη με μικρά εγκαύματα στο πρόσωπο και στο χέρι και οι επιβαίνοντες στο αυτοκίνητο προσπαθούν να καταλάβουν τι έχει συμβεί.
Ομως, απέναντι ακριβώς βρίσκονταν πεσμένος, γεμάτος αίματα ο Θάνος Αξαρλιάν. Είχε χτυπηθεί από τα θραύσματα της ρουκέτας. Μια εικόνα που συγκλόνισε και ακόμη συγκλονίζει την ελληνική κοινωνία. Επικράτησε πανικός. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας στο σημείο σπεύδουν περιπολικά της Αστυνομίας, πυροσβεστικά και ασθενοφόρα. Ο 20χρονος φοιτητής δεν τα καταφέρνει και αφήνει την τελευταία του πνοή στο πεζοδρόμιο.
Την ευθύνη της τρομοκρατικής αυτής επίθεσης ανέλαβε με τηλεφώνημά της στην «Ελευθεροτυπία» η «17Ν». Ο άγνωστος που τηλεφώνησε στα γραφεία της εφημερίδας εξέφρασε τη λύπη του για τον τραγικό θάνατο του Θάνου Αξαρλιάν. Μάλιστα, προκάλεσε κάνοντας λόγο για «παράπλευρη απώλεια».
Ο άγνωστος άνδρας, γνωστοποιήθηκε αργότερα με την εξάρθρωση της «17Ν», ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο «Λουκάς», όπως είχε «βαπτιστεί» από τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης. Ο αρχιεκτελεστής της οργάνωσης το αποκάλυψε στο βιβλίο του που έγραψε «Γεννήθηκα 17Ν».
Οπως υποστηρίζει ο Κουφοντίνας «ο πόνος μας μεγάλος, ο δικός μου αβάσταχτος. Τηλεφώνησα αμέσως, εξέφρασα τη λύπη της “17Ν”. Μπορεί να είχε ευθύνη η Αστυνομία, να μπλόκαρε επί μισή ώρα σχεδόν το ασθενοφόρο. Ομως, την κύρια ευθύνη την είχαμε εμείς. Χρόνια αργότερα στο δικαστήριο ζήτησα συγγνώμη. […] Ηταν ένα τραγικό λάθος. Το μοναδικό λάθος της “17Ν”».
Ωστόσο, μια διαφορετική εικόνα για το τι πραγματικά συνέβη έδωσε το 2014, το μέλος της «17 Νοέμβρη», Βασίλης Τζωρτζάτος («Σταμάτης»). Με επιστολή του στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», υποστήριξε ότι η επίθεση είχε ακυρωθεί τις προηγούμενες ημέρες, καθώς υπήρχε κίνδυνος για περαστικούς. Μάλιστα, αποκάλυψε ότι αυτός «που πάτησε το τηλεχειριστήριο είπε στους υπόλοιπους ότι τον πίεζε η οικογένειά του για να φύγουν διακοπές. Από το ίδιο βράδυ δεν υπήρχε ούτε ένα μέλος της “17Ν” που να μην καθύβριζε τους δύο που αποφάσισαν να πατήσουν».
Στις 10 Απριλίου του 2003 στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας, στη δίκη της τρομοκρατικής οργάνωσης, η μητέρα του 20χρονου φοιτητή, Σταυρούλα Αξαρλιάν, ανέφερε πως «η μνήμη των ανθρώπων, που δολοφονήθηκαν από τη “17 Νοέμβρη”, δεν πρέπει να σβήσει ποτέ».