Η Ιφιγένεια Λειβαδίτου καταγράφει τη δική της άποψη σχετικά με τα Μετέωρα.
Κάποτε δεν υπήρχε η πρόθεση της επιστροφής. Ανέβαιναν μια φορά, με τα δίχτυα, κι έμεναν για πάντα στα προσευχάδια των βράχων.
Σήμερα, πιάνουν θέση για να παρακολουθήσουν τις ριψοκίνδυνες αναβάσεις των αναρριχιτών από την Αθήνα και κατεβαίνουν για προμήθειες στην Καλαμπάκα με τα Ι.Χ. τους. Η ψυχή τους όμως συνεχίζει ν΄ανήκει στον Θεό.
Στους φιδογυριστούς δρόμους κάτω από τα Μετέωρα, τζιπ με αθηναϊκές πινακίδες και τουριστικά λεωφορεία κατεβάζουν ταχύτητα για να μπορέσουν οι επιβάτες τους να παρατηρήσουν τα προσευχάδια, τα ασκητικά κελιά στους βράχους που μαρτυρούν την παρουσία των Ελλήνων γιόγκι, των ανθρώπων που διάλεξαν αυτούς τους παράξενους βράχους για ν΄αφιερώσουν το σώμα και την ψυχή τους στον Θεό.
Μια εικόνα, λένε, αξίζει όσο χίλιες λέξεις.
Χίλιες λέξεις όμως, δεν φτάνουν για να περιγράψουν τούτα τα πελώρια γλυπτά. Τρισδιάστατα έργα τέχνης, αντικατοπτρισμός ή απομεινάρια εξωγήινου πολιτισμού. Ίσως παιχνίδι του Θεού. Αυτό είναι μάλλον το πιθανότερο σενάριο, αφού η παρουσία Του εδώ είναι καταφανής και πληθωρική. Δεκάδες τα σκαρφαλωμένα μοναστήρια, χτισμένα σαν καπάκια πάνω στις πέτρες. Επισφράγισμα της ανθρώπινης παρέμβασης στη Θεία δημιουργία.
Το όνομα τους φαίνεται πως προέρχεται από τον Άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, κτήτορα της μονής στο Μεγάλο Μετέωρο, όνομα που έδωσε ο ίδιος στον «πλατύ λίθο» όταν ανέβηκε για πρώτη φορά το 1344. Άλλοι πάλι, λένε πως τα Μετέωρα είναι κομμάτια μετεωριτών που έπεσαν και ενσωματώθηκαν στη γη. Το σίγουρο είναι ότι αυτοί οι δελτοειδείς κώνοι, το δεύτερο Άγιον Όρος, είναι ένα μοναδικό γεωλογικό φαινόμενο, προστατευμένο από τον ΟΗΕ και την Unesco ως Μνημείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Η ανάβαση παλιότερα γινόταν άπαξ, με δίχτυα. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε πρόθεση επιστροφής. Αργότερα, άρχισαν να χρησιμοποιούν ανεμόσκαλες. Στην πάροδο του χρόνου η μοναστική πολιτεία μεγάλωσε και απέκτησε 24 μοναστήρια, από τα οποία σήμερα λειτουργούν τα έξι, ενώ τα υπόλοιπα είναι ακατοίκητα και ερειπωμένα. Σπουδαίοι αγιογράφοι της εποχής, όπως ο Θεοφάνης, διακόσμησαν με τοιχογραφίες τους τοίχους των ναών, που επισκέπτονται σήμερα για προσκύνημα προσωπικότητες όπως ο βασιλιάς της Ισπανίας Χουάν Κάρλος και η βασίλισσα Σοφία. Μονόκλιτες βασιλικές, που κάποτε διακρίθηκαν για την προσφορά τους στους αγώνες του Έθνους, βομβαρδίστηκαν το ΄40, αλλά ξαναχτίστηκαν κι έγιναν τα ωραιότερα κτίσματα της ελληνικής πίστης. Χωνευτήρια του ελληνικού πολιτισμού και της ορθοδοξίας, τα μοναστήρια των Μετεώρων είναι ταυτόχρονα μουσεία κειμηλίων: φορητές εικόνες, Ευαγγέλια, χρυσοκέντητα άμφια, χειρόγραφοι κώδικες βυζαντινών εγγράφων που σώζονται και μας σώζουν απ΄τη λήθη.
Τον Απρίλη, στο ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου του Μαντηλά, λίγο έξω απ΄το Καστράκι οι κοπέλες ανεβαίνουν και καταθέτουν στη χάρη του πολύχρωμα χειροποίητα μαντήλια, που τα μοιράζουν στο τέλος της λειτουργίας με το αντίδωρο. Ο θρύλος λέει ότι κάποτε ένας Τούρκος κατακτητής έβαλε στο μάτι μια όμορφη κοπέλα και την πήρε στο κατόπι. Έτρεχε αυτή σαν αγριοκάτσικο στα μονοπάτια που γνώριζε καλά, αλλά εκείνος, στην προσπάθεια του να την πιάσει, έπεσε και χτύπησε πολύ. Εκείνη τον λυπήθηκε και γύρισε πίσω, έβγαλε το μαντήλι της, το έκοψε λουρίδες και του έδεσε το πόδι για να σταματήσει την αιμορραγία.
Οι γυναίκες στο Καστράκι, καθισμένες στον περίβολο, αναπαράγουν την ιστορία με τραγούδι:
« - Ωραία μ΄, τι μάνα σ΄έκανε κι εις΄άσπρη σαν το γάλα?
- Η μάνα μου ήταν πέρδικα, πατέρας μου σαϊνι. Κι εγώ, μον΄μοσχοστάφυλο στο κλήμα κρημασμένο. Όποιος με κόβει κόβεται κι όποιος με τρώει πεθαίνει. Κι όποιος με βαν΄στα χείλη του, χρόνος να μη τον έβρη!»
Ψήνουν στη γάστρα «πασπαλιάρες», πίτες απο καλαμποκίσιο αλεύρι και «μπασιορντί», χοιρινό διατηρημένο στο λίπος του.
Τελευταία ευκαιρία της κοσμικής ζωής και ταυτόχρονα θεματοφύλακας των Μετεώρων είναι το Καστράκι.
Ένα μικρό, ανηφορικό χωριό, φωλιασμένο στη βάση των πέτρινων όγκων, με λιλιπούτεια σπιτάκια και καμινάδες απ’ τα τζάκια και τους φούρνους να καπνίζουν συνεχώς.
Εδώ, γνώρισα την μαυροφορεμένη κυρία Ευαγγελία, που με κερνάει ντόπιο ποτό με μοσχοκάρυδο και μαστίχα: «είναι πιο ντελικάτο, το αγαπάνε κι οι γυναίκες. Κι εμείς, τις γυναίκες τις αγαπάμε».
Ο Χρήστος απο το Διάβα, το γειτονικό χωριό στον Κόζιακα, με κερνάει τσίπουρο. Αυτο-αποκαλείται «συνοδός βουνού»,ελεύθερος επαγγελματίας. Σαν χόμπι το άρχισε και το έκανε μόνιμη απασχόληση όταν διαπίστωσε πόσοι σύνεδροι χρειάζονταν τον ντόπιο ιχνηλάτη για αναρριχήσεις και περιπατητικές διαδρομές. Ταυτόχρονα είναι και μύστης της τοπικής χλωρίδας, των πέτρινων γεφυριών του Ασπροποτάμου και του ψαρέματος της πέστροφας. Και πολύ φιλόξενος. «Να ΄χα να σου ΄φερνα και πεπόνια», λέει, «απ΄τα δικά μας τα πορτοκαλιά, τα μυρωδάτα. Δεν έχουν ζουμί , αλλά είναι πεντανόστιμα».
Ο Χρήστος θα μας πάει να δούμε και την καλογρίτσα, τη μαύρη ορχιδέα που φυτρώνει στα βράχια των Μετεώρων, την οποία μόνο οι τολμηροί της αναρρίχησης έχουν τη δυνατότητα να δουν. «Με σύγχρονο εξοπλισμό, κατάλληλα ρούχα και ανθεκτικά σχοινιά, προσπαθούμε να σκαρφαλώσουμε κοντά στο Θεό. Χρησιμοποιούμε καρφιά και ασφάλειες για ν΄ανεβούμε διαδρομές με ποιητικά ονόματα – Ουράνια Σκάλα, Δρόμος των Νερών – αλλά και ρεαλιστικά, όπως η διαδρομή Δίεδρο της Σχιζοφρένειας στο βράχο του Αγίου Πνεύματος. Κερδίζοντας πόντο-πόντο την κάθετη, λεία επιφάνεια του βράχου μέχρι την κορυφή, νιώθουμε σαν να κερδίζουμε ένα προσωπικό στοίχημα. Όχι με τον Θεό, αλλά με τις ίδιες τις δυνάμεις μας».
Όταν βρέχει, οι βράχοι βάφονται πράσινοι, καθώς το νερό νοτίζει και ζωντανεύει τα βρύα που τους καλύπτουν. Είναι τόσο συναρπαστικό το εγχείρημα, που ακόμα και οι μοναχοί παρακολουθούν με αγωνία την προσπάθεια των αναρριχώμενων, έξω στο ανοιξιάτικο κρύο.
Οι σαμαράδες και οι κυρατζήδες, οι μεταφορείς με τα μουλάρια, δεν κυκλοφορούν πια στους ανηφορικούς δρόμους των χωριών της Καλαμπάκας. Τη θέση τους έχουν πάρει τα αγροτικά των κτηνοτρόφων και τα Ι.Χ. των συνέδρων που ψάχνουν για μια ήρεμη, παραδοσιακή γωνιά, να ξεγελάσουν τις άχαρες ώρες της δουλειάς που τους ακολουθούν από την Αθήνα, με λίγο κρασάκι και κρέας τσικνισμένο στα κάρβουνα.
Ξοπίσω κι εμείς, μπαίνουμε σ΄ένα τέτοιο μαγαζί της Καλαμπάκας, για να φάμε και να προφυλαχθούμε απ’ τον ήλιο.
«Χαλαρώστε και πιείτε κάτι. Δεν θ΄αργήσω», μας λέει ο Άγγελος, ένας φοβερός τύπος που σερβίρει και κάθεται στη διπλανή παρέα για να τους πάρει παραγγελία και να πει κι ένα ανέκδοτο. Οικογενειακά πράγματα.
«Το χοιρινό μας? Να φανταστείς ότι όταν οι ντόπιοι θέλουν ν΄αγοράσουνε λουκούμια, έρχονται σε μας και παίρνουν κρέας!»
Γελάμε όλοι δυνατά. Δίπλα, μια παρέα Γιαπωνέζων παρακολουθούν το θέαμα με απορία και χαμογελάνε συνεσταλμένα πίσω από τις παλάμες τους.
«Εμείς οι Έλληνες τρώμε όχι για να επιβιώσουμε, αλλά για να επικοινωνήσουμε», συνεχίζει κοινωνιολογώντας ο Άγγελος. Οι Γιαπωνέζοι τρώνε λιτά και μαζεμένα, χαμογελούν διακριτικά και προφανώς δεν καταλαβαίνουν τίποτα.
Παρέες νέων παιδιών κατακλύζουν τα βράδια τα γεμάτα cafe, τσουγκρίζουν και γελάνε δυνατά. Παιδιά που πήραν τη μεγάλη απόφαση να μείνουν στον τόπο τους και να στήσουν τη ζωή τους με τα μέσα που τους προσφέρονται. Το μάζεμα των μανιταριών και το άραγμα πάνω στα βράχια είναι τα χόμπι που γεμίζουν τον ελεύθερο χρόνο τους.
Υπάρχει σεβασμός από τους ίδιους τους κατοίκους, αλλά και τους επισκέπτες. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ξυπνάνε νωρίς την Κυριακή το πρωί και περπατάνε μέχρι το Κυριακό, την πρώτη εκκλησία που χτίστηκε στον τόπο, όταν οι ασκητές ζούσαν ακόμα στις σπηλιές και κατέβαιναν για να λειτουργηθούν.
Ήταν η μόνη τους ευκαιρία για να εξαγνιστούν και ν’ αγγίξουν, όσο πιο πολύ γίνεται, τον Θεό.
Ίσως και η δική μας.