Της Χριστίνας - Ραχήλ Σεμερτζή
Ο παραπάνω τίτλος ίσως να μην είναι γνωστός, και μάλλον παραπέμπει περισσότερο στο ρητό ‘’Είμαστε ό,τι τρώμε’’. Ωστόσο, ο τρόπος που επιλέγει κανείς να ντυθεί, λέει πολλά περισσότερα από το αν το άτομο είναι απλώς καλόγουστο ή όχι. Υπάρχει μία γκρίζα ζώνη, όπου οι στυλιστικές επιλογές σκιαγραφούν την προσωπικότητα και η διαπίστωση αυτή προέκυψε μέσα από μία μακρά πορεία. Στοιχεία στην αρχαία Ελλάδα, σε ευρωπαϊκές χώρες, όπου η ενδυμασία απεικόνιζε, αν μη τι άλλο, την κοινωνική θέση των ανθρώπων, φτάνουμε στο σήμερα, που η ένδυση απασχόλησε το πεδίο της Ψυχολογίας, κάνοντας λόγο για τον ορισμό ‘’Enclothed Cognition’’.
Ξεκινώντας από την αρχαία Ελλάδα, η ενδυμασία έπαιζε σημαντικό ρόλο, καθώς αποτελούσε την ταυτότητα των ανθρώπων. Τα υφάσματα ποίκιλαν, διαχωρίζοντάς τα ανάλογα με το φύλο, ενώ κάποια απευθύνονταν σε άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα. Επιπλέον, η ένδυση αποτελούσε σήμα κατατεθέν, καθώς υπήρχε κοινωνική διαίρεση ανάλογα με το επάγγελμα, το status κ.λπ. Η επιλογή χρώματος των ρούχων αν και γινόταν σύμφωνα με την προσωπική προτίμηση, δεν αποτελούσε απλώς δείγμα αισθητικής, είχαν ρόλο συμβολικό. Η ανώτερη τάξη επέλεγε ρούχα με έντονα χρώματα, ενώ ήταν απαραίτητο να ντύνονται, ώστε να ξεχωρίζουν από τον απλό λαό. Στον επαγγελματικό κλάδο οι ενδυματολογικές επιλογές διαμορφώνονταν ανάλογα, για παράδειγμα ο γιατρός δημιουργούσε σχέση εμπιστοσύνης με τον ασθενή. Επομένως, η εμφάνιση προσαρμοζόταν αντίστοιχα, με την επιλογή ενός χιτώνα ή ιματίου. Για τα επαγγέλματα χαμηλού κύρους, τεχνίτες, εργάτες, η ενδυμασία περιοριζόταν στον χιτώνα στην πολύ απλή εκδοχή του, ενώ οι αγρότες φορούσαν φόρεμα –κασωτάκη-, από ύφασμα χοντρό και μάλλινο.
Συνεχίζοντας, το δίπτυχο ένδυση και προσωπικότητα συναντάται και αρκετά χρόνια αργότερα. Προχωρώντας χρονολογικά μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ένδυση ήταν επηρεασμένη από τη Γαλλία, ώσπου η Ιταλία άλλαξε τα δεδομένα. Έστρεψε το ενδιαφέρον στις ανάγκες που θέλει να καλύπτει κανείς όταν ντύνεται, βασικό στοιχείο η άνεση. Η ιδέα έγινε πράξη, η Ιταλία αποτύπωσε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η κοινωνία, στα ρούχα. Πρόκειται ίσως για την πρώτη φορά που διαφαίνεται η ταύτιση μεταξύ ένδυσης και ψυχολογίας. Παρόλα αυτά, η άμεση σύνδεση των δύο αυτών πεδίων συνέβη αργότερα, περισσότερο ξεκάθαρα.
Φτάνοντας στο σήμερα, η Ψυχολογία στηριζόμενη σε συμπεριφοριστικά γνωρίσματα μελέτησε το φαινόμενο ένδυση ως τρόπο σκιαγράφησης της προσωπικότητας. Η συστηματική επίδραση των ρούχων στην ψυχολογία του ατόμου αποδίδεται με έναν ορισμό, Enclothed Cognition και δημιουργήθηκε από τους ερευνητές Hajo Adam και Adam D. Galinsky. Σύμφωνα με αυτούς το Enclothed Cognition αφορά δύο άξονες, την ερμηνεία του συμβολισμού της ένδυσης και, την επακόλουθη εμπειρία που δημιουργείται φορώντας τα -συγκεκριμένα κάθε φορά- ρούχα. Λειτουργούν ως πληροφοριοδότης, αναδεικνύουν την προσωπικότητα και σχετίζονται με συγκεκριμένα περιβάλλοντα και καταστάσεις. Διαφορετικά θα ντυθεί κανείς σε μία συνέντευξη για δουλειά από κάποιον που πηγαίνει να αθληθεί, ενώ η ένδυση πολλές φορές σχετίζεται με την ηλικία, διακρίνοντας εύκολα ενδυματολογικές διαφορές ανάμεσα σε εφήβους και νέους. Το ντύσιμο εκφράζει τη διάθεση, την αυτοπεποίθηση και προσαρμόζεται συνήθως στην ψυχολογική κατάσταση του ατόμου, ανάλογα με τις περιστάσεις και τα τρέχοντα βιώματά του.
Κλείνοντας, μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς ότι η ένδυση καθορίζει την κοινωνία συνολικά, μα κυρίως το άτομο σαν μονάδα. Η εικόνα ‘’μιλάει’’ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε και τα ρούχα έχουν δύναμη, την δύναμη που τους δίνεις.