Μουλαρτζή Θ. Χρυσούλα, Πτυχιούχος Φιλοσοφικής, Τμήμα Ψυχολογίας, Ειδική Παιδαγωγός
Μία φράση μου σκάλωσε το μυαλό και προσπαθώντας να την προσδιορίσω, διάφορες σκέψεις, διάσπαρτες και μπερδεμένες με κατακλύζουν, ταξιδεύοντας το νου σε μονοπάτια που θαρρείς πως δεν έχουν φως. Τρέμει η γη και ο κόσμος καίγεται σχεδόν.
Τρέμει απ' τους σεισμούς; ίσως είναι ο φόβος που δεν ξέρεις ποτέ και πόσο θα κουνηθούμε. Οι άνθρωποι στους δρόμους που αναρωτιούνται αν κινδυνεύουν, τα παιδιά στα σχολεία που τεστάρουν αν χωράνε κάτω από τα θρανία τους και οι εκπαιδευτικοί που σκέφτονται αν αντέχει το σχολείο. Τοίχοι γκρεμισμένοι, περιουσίες στο έλεος μιας κατάστασης που κανείς δεν είναι σε θέση να ελέγξει. Αυτός ο φόβος που παγώνει το αίμα, που νιώθεις ευάλωτος όταν η φύση με την τόση ομορφιά της μπορεί πολύ απλά να αλλάξει το τοπίο σε λίγα λεπτά σεισμικής δόνησης.
Ή μήπως τρέμουν τα κόκαλα εκείνων που πρόθυμα θυσιάστηκαν πριν 200 χρόνια για να μας χαρίσουν ελευθερία και ελπίδα; Εκείνους τους επαναστάτες που είχαν λόγο, δύναμη και θάρρος, καθορίζοντας τον μέλλον μας και εξασφαλίζοντας ένα τόπο μακριά από βαρβάρους και σκλαβιά. Πότε ήταν τελικά; Το ‘21 ή το ‘40; Στις Θερμοπύλες ή στην Τριπολιτσά; Φουστανέλες η στρατιωτικά; Είπαν «όχι» ή βαστούσαν λάβαρα; Τρίζουν τα κόκκαλα θαμμένα στη γη που εγώ πατώ για να μπορώ να περπατώ και να αναπνέω ελεύθερα, αλλά και για να γνωρίζω γιατί καταθέτω στεφάνι, κάνω παρέλαση, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δακρύζουν στο άκουσμα του Εθνικού Ύμνου.
Λες να τρέμουν οι καμπάνες στις εκκλησίες; εκεί που οι άνθρωποι καταφεύγουν για να νιώσουν ασφάλεια και να προσευχηθούν, δυναμώνοντας την πίστη τους κάθε φορά που νιώθουν την ελπίδα να τους εγκαταλείπει. Εκεί που βρίσκονται θαμμένοι οι άνθρωποί τους και συναντούν τις ψυχές τους, μειώνοντας την απόσταση με ένα κερί κι ένα καντήλι. Στο μέρος όπου κοινωνούν και εξομολογούνται τις αδυναμίες τους για να ξαλαφρώσει. Τις Κυριακές κόσμος πολύς να παρατηρεί τι φόρεσες, από πότε έχεις να πατήσεις την εκκλησία κι αν τελικά στο μνημόσυνο είχες καλό φαΐ και κόσμο. Αν το μνήμα είναι καθαρό κι αν τελικά συμπαθείς τον παπά ή αν θα νηστέψεις σωστά για να έχεις το δικαίωμα να λέγεσαι Χριστιανός.
Τρέμουν οι βιβλιοθήκες, οι μαυροπίνακες και τα θρανία; η μόρφωση πια δεν είναι καταφύγιο και δεν εμπνέει αλλαγή. Ανεπαρκές στο σύστημα, γονείς εγκλωβισμένοι και παιδιά στο έλεος της βαθμοθηρίας, της αποδοχής και της συζήτησης που πρέπει να συνοδεύεται από καμάρι για τον καλύτερο. Δεν ξέρει κανείς γιατί είναι χρήσιμα τα Αρχαία, ένα λεξικό, ένα λογοτεχνικό βιβλίο, μία ομαδική εργασία ή μία δραστηριότητα φιλανθρωπικού χαρακτήρα. Ένα σχολείο με ή χωρίς κανόνες, ένα μέρος που ίσως πια δεν είναι άσυλο.
Τα τραπέζια τρέμουν που φιλοξενούν παρέες και δυνατές φιλίες; τους φίλους που εμπιστευτήκαμε και μοιραστήκαμε μυστικά και λάθη μας. Οι άνθρωποι εκείνοι που δεν διστάζουν για να γίνουν αγαπητοί ή αξιοπρόσεκτοι, να χωθούν κάτω από τα τραπέζια και να σχολιάζουν τις ζωές των άλλων. Εκείνοι που όλα τα ξέρουν, καταθέτοντας απροκάλυπτα τις απόψεις τους για το τι έπρεπε ο διπλανός να κάνει, πως να ζει ή να μεγαλώνει τα παιδιά του. Παρέες που γνωρίζουν καλύτερα από εμάς, για εμάς. Χάνεται η ουσία και εγκλωβισμένοι ζούμε μέσα από άλλους, απ’ την ζωή τους, ξεδιψώντας το είναι μας και θυσιάζοντας τα πάντα για ένα «φαίνεσθαι». Άνθρωποι άδειοι, που φθονούν ανεξέλεγκτα για την επιτυχία μας και συμμερίζονται δακρύβρεχτα τάχα τον καημό μας.
Τα γραφεία τρέμουν; οι εταιρείες; οι οικοδομές, τα μαγαζιά, τα θέατρα, τα συνεργεία; εκεί που ο καθένας γίνεται έρμαιο ανώτερων για να βγάλει τα προς το ζην. Χρειάζεται να υπακούει και να πασχίζει σκληρά εξυπηρετώντας την τσέπη και το γόητρο άλλον. Έχει να επιλέξει μεταξύ της αξιοπρέπειας και της ικανοποίησης των ορέξεων του κάθε «άλλου» που γουστάρει να σκορπά τρόμο και να επιβάλλεται άγαρμπα για να ναι κάτι. Κι εσύ να υπομένεις και να αναρωτιέσαι αν αξίζει κι αν μπορείς. Μα πρέπει να δουλέψεις, γιατί έτσι είναι ο κόσμος, η ζωή, εμείς. Απαιτείται να εργάζεσαι 12 ώρες την ημέρα σε άθλιες συνθήκες για να καταφέρεις απλά, να πληρώσεις έναν λογαριασμό.
Η κοινωνία τρέμει; η ιστορία; μήπως τρέμει η Ελλάδα, το χώμα και ο κόσμος της; Πώς αλλιώς θα ξεχνούσαμε την καταγωγή, το παρελθόν και ότι πρέπει να κάνουμε όνειρα; Πού είναι η ανάγκη μας για δημιουργία, αγάπη, ελευθερία, πρόοδο; Πού είναι η γεμάτη δώρα φύση και ο πολιτισμός μας; Δεν είναι η γη αυτή που τρέμει. Οι άνθρωποι τρέμουν πλημμυρισμένοι από φόβο, μπερδεμένοι μέσα στη λησμονιά για καθετί που αντιπροσωπεύει τη ζωή. Οι άνθρωποι που τόσο εύκολα αποπροσανατολίζονται, ξεχνούν και ψάχνουν για Μεσσίες. Αποποιούνται τις ευθύνες τους και συμβιβάζονται σε καταστάσεις που άλλοι ορίζουν, καθιστώντας τους κομπάρσους της ίδιας τους της ζωής.
Μία Ελλάδα με αξίες, ήθη, κάμπους, θάλασσες και βουνά, με τον ήλιο που υπόσχεται σοδειές και όμορφα καλοκαίρια δεν πρέπει να τρέμει. Αδερφός δεν αγγίζει αδερφό, παιδί δεν ξεχνά τη μάνα, εργαζόμενος δεν εκμεταλλεύεται εργάτη, η φύση δεν εκδικείται την δημιουργία. Ένα είναι βέβαιο, άνθρωποι φιλόξενοι, δημιουργικοί, πρωτοπόροι, που ξέρουν να προσφέρουν και να προχωρούν με σθένος και τσαγανό, τίποτα άλλο… παρά μόνο Έλληνες θα ‘ναι.