Όταν στις 29 Μάιου του 1929 έγινε πραγματικότητα η ιδέα του L. Mayer (ιδρυτή της Louis B. Mayer Pictures Corporation, μετέπειτα Metro-Goldwyn-Mayer), για μια τελετή βράβευσης των καλύτερων ταινιών των δύο προηγούμενων ετών (1927 και 1928), λίγοι φαντάζονταν ότι σχεδόν 100 χρόνια μετά, η τελετή όχι μόνο θα είχε γίνει θεσμός, αλλά θα καλυπτόταν από τον παγκόσμιο τύπο ως ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της 7ης τέχνης πέρα από το περίπου ένα δισεκατομμύριο τηλεθεατών που το παρακολουθούν κάθε χρόνο σε ζωντανή μετάδοση. Το επίχρυσο αγαλματίδιο του άνδρα που καρφώνει με το ξίφος του μια πεντάκτινη κινηματογραφική μπομπίνα, έγινε, λίγα χρόνια μετά, το ιερό δισκοπότηρο που κάθε εμπλεκόμενος με τον κινηματογράφο θα ήθελε να πάρει μαζί του κάποιο ονειρεμένο βράδυ φεύγοντας από το Dolby Theatre του Hollywood. Οι κατηγορίες υποψηφιοτήτων για τα βραβεία Όσκαρ είναι 25 και καθώς μιλάμε για τις ελληνικές υποψηφιότητες η κατηγορία που μας αφορά είναι αυτή της Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η κατηγορία αυτή έκανε πρεμιέρα το 1947 και το πρώτο χρυσό αγαλματίδιο κατέληξε στην Ιταλία για την ταινία του Vittorio De Sica “Λούστρο παπουτσιών”.
Η Ελλάδα άρχισε να υποβάλει ταινίες το 1956. Η πρώτη ταινία που προτάθηκε ήταν η “Στέλλα” του Μ. Κακογιάννη η οποία ωστόσο δεν κατάφερε να επιλεγεί στην τελική πεντάδα ταινιών που φτάνουν στον τελικό. Η πρώτη Ελληνική ταινία που κατάφερε κάτι τέτοιο ήταν η “Ηλέκτρα” το 1962 επίσης σε σκηνοθεσία Μ. Κακογιάννη. Τη χρονιά εκείνη το βραβείο ταξίδεψε στη Γαλλία για την ταινία “Κυριακές στη Βιλ Ντ' Αβρέ” του S. Bourguignon. Και η υποψηφιότητα της επόμενης χρονιάς (1963) της Ελλάδας πέρασε στην τελική πεντάδα της Ακαδημίας. Πρόκειται για την ταινία “Τα Κόκκινα Φανάρια” του Β. Γεωργιάδη η οποία ατύχησε να συναγωνιστεί με το περίφημο φιλμ “8½” του F. Fellini. Μόλις δύο χρόνια αργότερα άλλη μια Ελληνική πρόταση βρέθηκε στην πεντάδα της Ακαδημίας. Το 1965 η ταινία “Το χώμα βάφτηκε κόκκινο”, σε σκηνοθεσία Β. Γεωργιάδη, πάτησε το κόκκινο χαλί της απονομής αλλά τελικά το αγαλματίδιο ταξίδεψε στην τότε Τσεχοσλοβακία για την ταινία “Το Μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού” των J. Kadár και El. Klos.
Από το 1967 μέχρι το 1976 μόνο τρεις ταινίες στάλθηκαν από την Ελλάδα στην Αμερικανική Ακαδημία χωρίς να επιλεγεί καμιά από αυτές. Η τέταρτη ταινία που ευτύχησε να ανήκει στις πέντε τελικές υποψηφιότητες ήταν η “Ιφιγένεια” του Μ. Κακογιάννη το 1977 αλλά το Όσκαρ κατέκτησε η Γαλλία για την ταινία Madame Rosa (La Vie devant soi) του M. Mizrahi. Η Πέμπτη και τελευταία ταινία που συμπεριλήφθηκε στην τελική πεντάδα ήταν μόλις το 2010 ο “Κυνόδοντας” του Γ. Λάνθιμου. Για τη χρονιά αυτή το βραβείο απέσπασε η ταινία “In a Better World” της S. Bier για λογαριασμό της Δανίας.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο πρέπει να γίνει μια αναφορά και στη χρυσή πεντάδα Ελλήνων που κράτησαν το χρυσό αγαλματίδιο στα χέρια τους. Οι Ελληνικές υποψηφιότητες σε διάφορες κατηγορίες είναι πολλές ωστόσο οι πέντε χρυσοί Έλληνες καλλιτέχνες είναι ως σήμερα η Κατίνα Παξινού (Όσκαρ Β΄ Γυναικείου ρόλου στον ταινία “Για ποιον χτυπά η καμπάνα” σε σκηνοθεσία S. Wood, 1944), ο Μ. Χατζηδάκις (Όσκαρ τραγουδιού για τα τραγούδια που έγραψε στο Never on Sunday to 1961), o Β. Φωτόπουλος (για τη σκηνογραφική του εργασία στην ταινία “Αλέξης Ζορμπάς” το 1964) και Β. Παπαθανασίου ο οποίος απέσπασε το Όσκαρ καλύτερης μουσικής για τις συνθέσεις του στην ταινία “Chariots of fire” 1982. Αφήσαμε για το τέλος τον κάτοχο δύο βραβείων Κ. Γαβρά καθώς απέσπασε το βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας το 1969 για την ταινία “Z” καθώς και του “Όσκαρ Προσαρμοσμένου Σεναρίου” για την ταινία “Ο αγνοούμενος” το 1983.
Του Φίλιππου Περιστέρη