Το παρελθόν της χώρας μας δομείται από πληθυσμούς που έρχονται και φεύγουν· από τον μεγάλο ερχομό του 1922, τα ρεύματα προς την Αμερική, τη Γερμανία και την Αυστραλία, μέχρι και τα ρεύματα της περασμένης δεκαετίας. Ωστόσο, παρά τη μακρά σχέση της χώρας με τη μετανάστευση, τον αρχαίο θεσμό της φιλοξενίας και τον κοσμοπολιτισμό που ακολούθησε, τις τελευταίες δεκαετίες έχει εμφανιστεί η άποψη πως η συνύπαρξη διαφορετικών λαών σε μία χώρα οδηγεί στην αλλοίωση του πολιτισμού της.
Αυτή η επιχειρηματολογία, σε μια προσπάθεια αποστασιοποίησης από την κλασική ρατσιστική θεωρία, δεν προβάλλει πια την υποτιθέμενη ανωτερότητα ορισμένων φυλών, αλλά ζητά την εθνική ομοιομορφία της χώρας (μέσω του επαναπατρισμού των μεταναστών) με το επιχείρημα της πολιτισμικής ασυμβατότητας των λαών. Έτσι, δεν υποτιμά καμιά φυλή ή πολιτισμό. Φαινομενικά τουλάχιστον.
Η κοινωνική εμπειρία αρκεί για να συμπεράνουμε ότι η επιχειρηματολογία της πολιτισμικής αλλοίωσης συνδέεται άμεσα με την αρχική ρατσιστική θεωρία. Άραγε γίνεται προσπάθεια, στην εποχή της εκτεταμένης παγκοσμιοποίησης και επικράτησης του Αμερικανικού και γενικά Δυτικού πολιτισμού, να αποκλειστούν οι επιρροές τους; Ή μήπως επιδιώκονται; Όσο η Ελλάδα εντάσσεται με αργούς ρυθμούς στον λεγόμενο Ευρωπαϊκό πολιτισμό, υπάγοντας τυχόν πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, αλλά ακόμα και το εσωτερικό της δίκαιο πολλές φορές, τόσο πληθαίνουν οι «αλλοιώσεις» της ταυτότητάς της. Ταυτόχρονα όσο εγκαθίστανται μετανάστες κάθε χρόνο στην Ελλάδα, όλο και αποκλείονται, από τα κοινά, από την εργασία, από την υγεία, την εκπαίδευση και άλλα βασικά δικαιώματα. Στέκεται άραγε σε σύγκριση η όποια διαφορά μπορέσει να κάνει η μεταναστευτική κοινότητα της χώρας με την υποταγή της χώρας στις πολιτισμικές διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων; Βλέπουμε όμως σε ποιους στρέφεται κάθε φορά η εν λόγω επιχειρηματολογία. Να οφείλεται σε μια προσπάθεια απόδρασης από τα Βαλκάνια και μίμησης των οικονομικά ανθισμένων χωρών; Ή σε καθαρά ρατσιστικούς λόγους; Τα στατιστικά που θέλουν τα ακροδεξιά κόμματα να γίνονται όλο και δημοφιλέστερα μάλλον το δεύτερο καταδεικνύουν.
Εν τέλει, ακόμα και σε μια οικονομικά διαταραγμένη χώρα, που στέλνει μετανάστες συνεχώς στο εξωτερικό και έχει γνωρίσει τον φόβο του αγνώστου, άνθρωποι συνεχίζουν να σκαρφίζονται περίτεχνες δικαιολογίες για να μισούν ανθρώπους. Ίσως να συμβαίνει εξαιτίας ενός ιδιόμορφου και εθνικώς εμφανιζόμενου σύμπλεγματος κατωτερότητας. Η συνειδητοποίηση της παρακμής του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, ιδιαιτέρως η πολιτισμική στασιμότητα που χαρακτηρίζει την εποχή μας – ενώ οι όποιες αλλαγές στον πολιτισμό μόνο εγχώριας παραγωγής δεν είναι - σε σχέση με το πλούσιο πολιτιστικό παρελθόν της χώρας, θα μπορούσε να αιτιολογεί αυτήν την πρωτοφανή ανάγκη απομόνωσης από τα ξένα πολιτιστικά δρώμενα. Άλλωστε η σχέση του ελληνικού λαού με την αρχαιοελληνική παράδοση ανέκαθεν υπήρξε προβληματική. Το μεγαλείο του αρχαίου πολιτισμού, αντί για έμπνευση για δημιουργία, περισσότερο προκαλεί τυπολατρία. Πολύ συχνά, λόγω της μορφωτικής μας αδυναμίας να εμβαθύνουμε και να επεξεργαστούμε την παράδοση, να κρατήσουμε, να απορρίψουμε ή να προσαρμόσουμε, κυρίως περιοριζόμαστε στη χρήση αποφθεγμάτων, γραμματικών τύπων και αρχαΐζουσας έκφραση. Έτσι, ξεκινά η προσπάθεια απόρριψης των «ξένων» αλλά και των νεοελληνικών, σύγχρονων επιρροών μάλλον από τον φόβο της απογύμνωσης της εικονικής κυριότητας ενός πολιτισμού που ενώ καυχιόμαστε για κτήμα μας, δεν τον γνωρίζουμε καν. Όπως το θέτει ο κλασικός φιλόλογος Ι.Θ. Κακριδής: «Κέντρο για πνευματική, γεμάτη αγώνα ζωή θα έπρεπε να μας έχει σταθεί ο αρχαίος κόσμος, όχι μαξιλάρι για να κοιμηθούμε ξένοιαστοι, αναπαυμένοι στην παλιά δόξα επάνω».
Διατηρώντας και εμείς κάτι από τον αρχαίο πολιτισμό, ας έχουμε στο νου μας τον Ξένιο Δία, τους Τρωάδες του Ευριπίδη -ύμνο προς τους ηττημένους στον πόλεμο ξένους- τις πάμπολλες «αλλοιώσεις», που όχι μόνο επέτρεψε ο αρχαίος πολιτισμός, αλλά και επεδίωξε, και που εξασφάλισαν τα θεμέλια τόσων άλλων πολιτισμών.
Της Αδαμαντίας Μανώλη