Γιώργος Χόμπης | 13/11/20
Ο Τζο Μπάιντεν είναι ο μεγάλος νικητής των αμερικανικών εκλογών, οι οποίες εξελίχθηκαν σε θρίλερ μέχρι να ανακοινωθεί το αποτέλεσμα για τον επόμενο «ένοικο» του Λευκού Οίκου για την προσεχή τετραετία, με τον Ντόναλντ Τραμπ να αμφισβητεί την ετυμηγορία της κάλπης κάνοντας λόγο για νοθεία και απειλώντας ότι θα καταφύγει στη δικαιοσύνη και ο Γιώργος Χόμπης σκιαγραφεί το προφίλ του εβδομήντα επτά ετών τεσσαρακοστού έκτου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο δικηγόρος στο επάγγελμά και φιλέλληνας Τζόζεφ Ρόμπινετ Μπάιντεν τζούνιορ, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1942 στο Σκράντον της Πενσυλβάνια. Είναι ο πρωτότοκος γιος της πολυμελούς καθολικής οικογένειας, η οποία λόγω της οικονομικής παρακμής που έπληξε τη γενέτειρά του (Σκράντον), περιπλανήθηκε αρκετά έως ότου ο πατέρας του να μπορέσει να σταθεροποιηθεί επαγγελματικά εργαζόμενος ως πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων.
Το 1965 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Ντελαγουερ στο οποίο σπούδασε Ιστορία και Πολιτικές Επιστήμες. Δύο χρόνια πριν πάρει το πτυχίο της Νομικής Σχολής το 1968, παντρεύτηκε τη Νέιλα Χάντερ, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά. Η μοίρα όμως θα του επεφύλασσε τραγική τροπή, καθώς λίγο μετά την εκλογή του στην Αμερικανική Γερουσία το 1972, έδρα την οποία θα διατηρούσε για περισσότερο από τρεις δεκαετίες καθώς επανεξελέγη εφτά φορές, η σύζυγος και η κόρη του άφηναν την τελευταία τους πνοή στην άσφαλτο όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν συγκρούστηκε με νταλίκα. Ορκίστηκε Γερουσιαστής στο νοσοκομείο, στο οποίο νοσηλεύονταν οι δύο γιοι του που επιβίωσαν του δυστυχήματος. Το 1977 παντρεύτηκε τη σημερινή σύζυγό του δασκάλα Τζιλ Τρέισι Μπάιντεν, της οποίας τη στήριξη στην πολιτική του σταδιοδρομία θεωρεί ως ιδιαίτερα σημαντική.
Επί σειρά ετών αποτέλεσε μέλος της Δικαστικής Επιτροπής της Αμερικανικής Γερουσίας, στον προεδρικό θώκο της οποίας κάθισε από το 1987 και για οκτώ χρόνια. Ήταν ο «πρωτεργάτης» για την υπερψήφιση του νομοσχεδίου της ομοσπονδιακής απαγόρευσης των όπλων και της βίας κατά των γυναικών το 1994.
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής ο Μπάιντεν μπορεί να ήταν αντίθετος με τον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο το 1991, υποστήριξε ωστόσο τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία το 1999, ενώ υπέγραψε ψήφισμα προς τον τότε πρόεδρο Μπιλ Κλίντον για στρατιωτικές ενέργειες στο Κοσσυφοπέδιο και το 2002 έδωσε θετική ψήφο για εισβολή των Η.Π.Α. στο Ιράκ το 2002.
Ο Μπάιντεν προσπάθησε να διεκδικήσει την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών και στο παρελθόν. Το 1988 έθεσε υποψηφιότητα για το χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος, όμως παρά τις υψηλές προσδοκίες που δημιουργούσε αρχικά η υποψηφιότητά του, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την διεκδίκηση του χρίσματος υπό το βάρος αποκαλύψεων για περιστατικά από τα χρόνια που φοιτούσε στη Νομική Σχολή στη Νέα Υόρκη.
Το 2008 είχε δηλώσει την πρόθεσή του να είναι αυτός που θα εκπροσωπήσει τους Δημοκρατικούς στις προεδρικές εκλογές, όμως η θέση που καταλάμβανε στις δημοσκοπήσεις μεταξύ των υποψηφίων του κόμματός του και κυρίως το ποσοστό που συγκέντρωσε στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την κούρσα προς τον Λευκό Οίκο. Συμμετείχε ως συνυποψήφιος του Μπαράκ Ομπάμα, με τον οποίο συνυπήρξαν στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της Γερουσίας και τον Ιανουάριο του 2009 ορκίστηκε αντιπρόεδρος μετά την επικράτηση του Ομπάμα επί του Τζον Μακέιν, θέση την οποία διατήρησε και στις επόμενες προεδρικές εκλογές το 2012. Ως αντιπρόεδρος υποστήριξε τη στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη το 2011. Η έγκριση του νόμου που είχε καταθέσει για τη βία κατά των γυναικών στάθηκε αφορμή για τη δημιουργία του Συμβουλίου Γυναικών και της Ομάδας Εργασίας του Λευκού Οίκου για την προστασία μαθητών από σεξουαλικές επιθέσεις.
Μετά το τέλος της θητείας του το 2017 έγινε καθηγητής Προεδρικής Πρακτικής στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Τον Απρίλιο του 2019 ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία για τον Λευκό Οίκο και ένα χρόνο αργότερα πήρε το χρίσμα των Δημοκρατικών έχοντας στο πλευρό του μεταξύ άλλων τη στήριξη και του πρώην προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.